Δευτέρα 19 Ιανουαρίου 2009

Η παρουσίαση του "Θολού Βυθού"









Πως να τα πω όλα τώρα; Μάλλον θα ξεκινήσω με το πως νιώθω: ικανοποίηση και χαρά. Ήταν τόσο ωραία εκεί στο πατάρι του βιβλιοπωλείου "Συμβολή", ζεστά και οικεία. Παρουσιάσαμε το βιβλίο με απλό, πολύ απλό τρόπο έτσι ώστε και αυτοί που δεν το διάβασαν να πάρουν μια ιδέα για να μπορούν να παρακολουθήσουν τη συζήτηση που θα ακολουθούσε.

Ήταν η πρώτη ανοικτή σε κόσμο εκδήλωση που οργανώθηκε από τη Λέσχη μας και η ανταπόκριση του κόσμου ήταν πολύ μεγάλη. Γεμάτο το πατάρι της Συμβολής, πάρα πολλοί όρθιοι γύρω-γύρω και όλοι να παρακολουθούν με πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και πολύ σεβασμό προς όποιον μιλούσε. Μπορώ να πω πως η σιωπή, για να μπορούν όλοι να ακούν, ήταν σχεδόν κατανυκτική και αυτό έδωσε θάρρος και στην παρουσιάστρια και στο συγγραφέα κ. Γ. Ατζακά. Έγιναν στη συνέχεια πολύ ενδιαφέρουσες και πολλές ερωτήσεις στις οποίες ο κ. Ατζακάς απάντησε με προθυμία, άνεση και χιούμορ και μου έμειναν δύο πράγματα που θα ήθελα να αναφέρω: πρώτον ότι το τραγικό πρόσωπο είναι ο ώριμος Γιάννης Αρχοντής και δεύτερον, στην ερώτηση αν θα γύριζε πίσω και ήταν να διαλέξει, παιδόπολη ή χωριό, χωρίς καθόλου να αμφιταλαντευτεί απάντησε ότι δεν θα διάλεγε την παιδόπολη. Είναι πολλά αυτά που συζητήσαμε, πως όμως να τα μεταφέρω; Η ζωντανή επικοινωνία είναι άλλο πράγμα καθώς και το άνοιγμα της ψυχής που ακολουθεί...

Χθες βράδυ είχαμε συνάτηση τα μέλη της Λέσχης μας. Από όλη τη συζήτηση που κάναμε για το "Θολό Βυθό" και για την παρουσίαση διαλέγω να παραθέσω τα λόγια της Μαρίας Ζ., που είναι μόνον 25 χρονών και γι' αυτό τα θεωρώ και πιο σημαντικά:

"Ανάμεσα σε όλα όσα έχουμε διαβάσει και ακόμη και σε όσα έχουμε δει και, είτε δεν τραβούν την προσοχή μας όπως αρμόζει, είτε μας αφήνουν αδιάφορους, αραιά και που κάποια ξεχωρίζουν, δημιουργούν μέσα μας έναν αντίκτυπο που είναι πιθανόν να τον αποκαλέσουμε ομορφιά. Και η ομορφιά δεν είναι απλά το ωραίο, είναι μια πληθώρα περίπλοκων παραγόντων που επιδρούν στο νου όχι μόνο οπτικά αλλά και ψυχικά. Και επειδή η κυρίαρχη παρόρμηση του ανθρώπου μπροστά στην ομορφιά είναι η επιθυμία του να την κάνει δική του, απλά και εγώ ήθελα να "φάω" τις σελίδες του βιβλίου. Πάντα έλεγα ότι η νοσταλγία είναι πιο δυνατή άπό όλα όσα ζήσαμε. Πρώτη φορά μου συμβαίνει και μάλιστα από έναν συγγραφέα, έναν άριστο χειριστή της γλώσσας, να διαπιστώσω το αντίθετο: όλα όσα παρατίθενται στο "Θολό Βυθό" έχουν μια τεράστια αλήθεια, μια δυναμική που η νοσταλγία απλά ωχριά μπροστά τους. Τα βιώματα υπονομεύουν κάθε συναίσθημα, που φυσικά αναπόδραστα θα δημιουργηθεί. Όλο αυτό το αποτέλεσμα, όλες αυτές οι εμπειρίες νομίζω πως είναι η ομορφιά αυτού του ανθρώπου, διότι αυτή δεν αποτελεί τίποτε άλλο πέρα από μια σπάνια συνεργασία της πρώτης ύλης, δηλ. του ανθρώπου, με τις συνθήκες και την εποχή. Χαίρομαι πολύ που η ζωή τα έφερε έτσι σ' αυτόν τον άνθρωπο και νομίζω ότι κάθε επόμενος σταθμόςστη ζωή του ήταν απλά η δική του δικαιοσύνη με αποκορύφωση την αναγνώριση του βιβλίου. Σπάνιο παράδειγμα για τους νέους που βιάζονται, που δεν έχουν υπομονή, "μνήμη", που δε μας έχει μείνει τίποτε για να θυμόμαστε, που δε ζουν τη ζωή αλλά τη συζητούν και τη διαβάζουν."

Ακόμη θα ήθελα να αναφέρω ότι είμαστε σε επαφή με τη Λέσχη Ανάγνωσης Αστυνομικής Λογοτεχνίας του Μεταίχμιου και έφτασε από εκεί στα χέρια μου μια θαυμάσια, εννοώ εύστοχη και πολύ καλογραμμένη κριτική του "Θολού Βυθού" από τον κ. Αντώνη Γκόλτσο, συντονιστή αυτής της Λέσχης. Την παραθέτω επίσης γιατί νομίζω ότι συμβάλλει πολύ στο να δημιουργήσουμε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για το βιβλίο αυτό.

" Κηφισιά, 22.12.2008


ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΤΖΑΚΑΣ


ΘΟΛΟΣ ΒΥΘΟΣ
(ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΑΓΡΑ - 2008)


Γιατί ο Γιάννης ο Αρχοντής είχε λογαριασμούς να κλείσει. Όπου το “γιατί” επεξηγηματικό, όχι ερωτηματικό.

Ήταν ο Αρχοντής γονιδιακά οπλισμένος και έτοιμος για τα χρόνια που θα έρχονταν;: “Σ’ αυτόν άρεσαν πάντα οί μοναχικές διαδρομές μέσα στά πυκνά ισκιώματα καί τή σιγαλιά τού δάσους, οί μακρινές περιπλανήσεις στά ερημικά οροπέδια...” (Σελ. 11), ή “Από μικρό παιδί μιά μυστική κι ανεξήγητη κλίση τόν έσπρωχνε σταθερά στή γοητεία τού λόγου, σ’ αυτό τό πιό κοινό απ’ όλα τά γιατρικά. Εκεί αναζητούσε πάντοτε τό φτηνό αντίδοτο στό ακριβό φαρμάκι, πού τόσο νωρίς είχε ποτίσει ώς βαθιά μέσα στά σωθικά του. Εκεί γύρευε, στούς γλυκασμούς και τίς γητειές τού λόγου, τό βάλσαμο γιά τίς μυστικές λαβωματιές του” (Σελ. 14), ή “Κι αυτή ή αναχρονιστική ολιγάρκειά του, ή εμμονή του στά λίγα καί απαραίτητα.....πού μπορούσε νά έχει τήν πρώτη αρχή της;” (Σελ. 30). Οπλισμένος και έτοιμος, όσο οπλισμένο και έτοιμο μπορεί να είναι ένα παιδί, στην ελληνική εκδοχή του “Χωρίς οικογένεια”, μια εκδοχή αφάνταστα πιο επώδυνη από αυτή του Έκτορα Μαλό, αφού εκδοχή πολεμική, ακριβέστερα, εμφυλιοπολεμική, με έναν πατέρα στο βουνό, ζωντανό; νεκρό; αντάρτη-πολεμιστή; αντάρτη-προδότη; που ο μικρός Γιάννης έκανε ό,τι μπορούσε να μην τον ξεχάσει και που αυτοί, οι ανθρώπινοι Έλληνες, οι γλυκείς νικητές, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να τον ξεχάσει. “Τον φανταζόμουν τότε νά έρχεται καβάλα σ’ ένα άσπρο άλογο, νά μέ παίρνει και νά γυρίζουμε μαζί πίσω στό σπίτι μας στό χωριό. Μόνο πού δέν μπορούσα νά θυμηθώ καλά τό πρόσωπό του” (Σελ. 122), ή “Ακόμη καί στήν ιδέα πώς ούτε τόν πατέρα μου θά ξαναέβλεπα είχα μέ τόν καιρό συνηθίσει, ίσως βαθιά μέσα μου καί νά μήν τό επιθυμούσα πιά” (Σελ. 233).

Το σκηνικό στην εντέλεια στημένο. Εκείνοι, οι ηττημένοι, έφυγαν στον Βορρά, παίρνοντας μαζί τους κάπου 30000 παιδιά. Εδώ, οι νικητές, στις παιδοπόλεις της Φρειδερίκης, θα μαζέψουν κάπου 30000 παιδιά, ορφανά του εμφυλίου, άγνωστης “ιδεολογικής προέλευσης”, “ισοδύναμο πολιτικό αντί-βαρο” των πρώτων 30000. Κι’ ανάμεσά τους ο Γιάννης ο Αρχοντής (Αχοντής, από αβλεψία). Έξη χρόνια παιδοπόλεων, ένα πέρασμα από τον Άγιο Γεώργιο (Καβάλα), ένας χρόνος στο Καστρί (Κηφισιά), ένας χρόνος στο Ιωσηφόγλειο (Νέα Σμύρνη), τρία χρόνια στην Καλή Παναγιά (Βέροια) όπου τέλειωσε το Δημοτικό, ένας χρόνος στον Άγιο Δημήτριο (Θεσσαλονίκη). Θα μπει στα οκτώ, θα βγει “σχεδόν κλεισμένα τα δεκατέσσερα”. Πολλές οι αλλαγές, αρχικά για ένα παιδί, αργότερα για έναν προέφηβο. Μνήμες που ανανεώνονται, φίλοι που ανανεώνονται, χαμόγελα που ανανεώνονται, που σημαίνει, μνήμες και φίλοι και χαμόγελα που χάνονται.

Και ο μικρός Αρχοντής δεν θα καταλάβει. Ούτε θα μάθει.

“Και πώς θά μπορούσε τότε ένα παιδί κλεισμένο πίσω από μάντρες καί συρματο-πλέγματα, εντελώς άβγαλτο ακόμη στή ζωή, ...νά γνωρίζει γιά τό αγεφύρωτο χάσμα πού είχε χωρίσει στά δύο όλον τόν μεταπολεμικό κόσμο καί είχε διχάσει καί τή δική του χώρα, νά κατανοεί τίς αδιάλλακτες ιδεολογικές διαμάχες...γιά νά μπορεί έτσι νά αντιλαμβάνεται ...τίς δόλιες καί ιδιοτελείς επιδιώξεις ενός πολύ-πλοκου μηχανισμού πού είχε αναλάβει νά συγκεντρώσει καί νά προστατέψει, αλλά καί ταυτόχρονα νά χειραγωγήσει περισσότερα από τριάντα χιλιάδες ορφανά –στυφούς καρπούς ενός αδυσώπητου πολέμου Ελλήνων μέ Έλληνες;...” (Σελ. 156-157). Και πώς να παντρέψει το παιδικό μυαλό τον “χοντροκομμένο ιδεο-λογικό μονόλογο, μέσα σέ μιά κοινότητα παιδιών, πού από μόνη της αποτελούσε τήν πιό ολοκληρωμένη καί τήν πιό τέλεια αταξική μικροκοινωνία” (Σελ. 157). Αφού, ακόμα και τώρα, η προφανής αντίφαση της ιδρυτικής Χάρτας και της φιλοσοφίας των παιδοπόλεων, απέναντι στο μοντέλο “καμιά διάκριση, καμιά διαφοροποίηση”, θα κάνει τον (ενήλικα) Γιάννη να αναρωτιέται “...αν αυτό ήταν ένα δείγμα μεγαθυμίας τών νικητών ή μιά αυτονόητη εφαρμογή τής παιδαγωγικής ορθότητας” (Σελ. 158).

Ο Αρχοντής των παιδοπόλεων είναι o μαραθωνοδρόμος της μοναξιάς. Που, επί πλέον, καταγράφει. Πρόσωπα, χαμόγελα, αποστάσεις, μετακινήσεις, τραγούδια, ποιήματα, μυθιστορήματα, εκκλησιαστικούς ύμνους, αυτός, ο μονήρης και αγοράφοβος, ο καταδικασμένος να συμβιώνει με τους αμέτρη-τους, στους θαλάμους-κώδωνες και στις εν σειρά κουκέτες των “ανταρ-τόπληκτων” και των “σεισμόπληκτων”. Αυτά τα, τελικά, “ελληνόπληκτα” παιδιά, κανείς δεν θα μάθει αν, αυτό που είναι, ή έτσι όπως αισθάνονται σήμερα, τώρα, είναι γιατί πάντα έτσι ήσαν, ή γιατί είναι έτσι, αποτέλεσμα του παιδιού “πού είχε περάσει όλα τά χρόνια του, ατέλειωτες νύχτες καί μέρες, σερνάμενο από παιδόπολη σέ παιδόπολη καί υπακούοντας τυφλά σέ οδηγίες καί άνωθεν εντολές” (Σελ. 29). Ο Αρχοντής των παιδοπόλεων δεν θα μάθει ποτέ “…Γιατί ή τόση απέχθειά του γιά τά σκληρά αλαζονικά πρόσωπα, γιά τά ψυχρά μάτια, τά ειρωνικά βλέμματα; Γιατί αυτή ή μόνιμη φοβία του γιά κάθε δημόσιο βήμα; Γιατί νά τόν ενοχλεί τόσο νά τόν αγγίζουν οί άλλοι –ακόμη καί οί πιό δικοί του; Καί τό χειρότερο, γιατί μέ τό παραμικρό σκληρό φέρσιμο νά γίνεται μιά πέτρα καί νά κλείνεται μέσα του σάν τρομαγμένο στρείδι;”. Δεν θα μάθει ποτέ αν έτσι ήταν φτιαγμένος, αν ήταν έτσι γονιδιακά πλασμένος, ή αν η παιδόπολη τον ζύμωσε έτσι.

Και μετά τον πατριδόπληκτο ιό, ο ιός του Υιού του Θεού. Ο Αρχοντής των παιδοπόλεων, μέλος, για κάποιο διάστημα, της ομάδας των “Πεφωτισ-μένων”. Μυστικές συνάξεις, κρύφιες επαφές, γυρίσματα της πλάτης στο καθημερινό και το απτό, ο τρόμος της απομάκρυνσης του φίλου για λόγους ανεξήγητους (“...Είχα την εντύπωση ότι μου έδειχναν μιά καλά κρυμμένη περιφρόνηση, σάν νά είχα διαπράξει μιά φοβερή αμαρτία, πού δέν ήμουν σέ θέση νά αναγνωρίσω καί πολύ περισσότερο να μεταμεληθώ γι’ αυτήν. Ήταν φανερό πώς οί φίλοι μου μέ απέφευγαν, σάν νά είχα κάποια παράξενη αρρώστια καί δέν ήθελαν νά κολλήσουν καί αυτοί” Σελ. 253/254), η δοκιμασία στα μεταφυσικά, η ένταξη στο “Κατηχητικό” της Ζωής (“…Μετά ρώτησε άν αγαπώ τόν Χριστό καί άν θά μπορούσα νά θυσιάσω τά πάντα γι’ αυτόν. Περισσότερο μέ τό κεφάλι μου παρά μέ τά χείλη μου είπα πώς «ναί»” Σελ. 255). Ο Γιάννης του Καστριού, του Ιωσηφόγλειου, της Καλής Παναγιάς και του Αγίου Δημητρίου, ο ανοχύρω-τος Γιάννης (“Πρόσεχα όμως ότι ανάμεσά μας ή παλιά αθωότητα είχε χαθεί, κι’ αυτό πού νομίζαμε φιλία δεν ήταν παρά ένας κρυφός ανταγωνισμός γιά τό ποιός θά εφάρμοζε αυστηρότερα τίς εντολές τού Κυρίου μας...” Σελ. 257), ώσπου -εκφρασμένο με τα λόγια του ενήλικα Αρχοντή- “...Πολύ γρήγορα, οί εμπειρίες τής πραγματικής ζωής έκαναν τίς κυριακάτικες συναντήσεις τους σέ διάφορα πλουσιόσπιτα νά τού φαίνονται βαρετές καί ανούσιες. Εκείνο όμως πού δέν μπορούσε μέ τίποτε ν’ αντέξει ήταν τό γύρισμα από πόρτα σέ πόρτα γιά νά πουλήσει τη Ζωή τού Παιδιού καί τό Τί πιστεύω. Τά περισσότερα τεύχη τού έμεναν, κι’ αυτός από ντροπή τά ξεχρέωνε από τό φτωχό χαρτζιλίκι του.” (Σελ. 275). Όμως, ο “αδελφός” Αθανάσιος και ο “αδελφός” Αστέριος αμύνονταν και “Τού πήρε πάνω από χρόνο νά σπάσει τό σφιχτό «αδελφικό» δίχτυ καί νά ελευθερωθεί” (Σελ. 275). Δύσκολο, πολύ δύσκολο να το σπάσεις, αν δεν είσαι ο Γιάννης που “Εμένα ο αγαπημένος ήρωας ήταν ο Διγενής Ακρίτας που κρατούσε έξω από τά ανατολικά σύνορα Άραβες και Απελάτες, κι είχε παλέψει ακόμα καί μέ τό Χάρο στα «μαρμαρένια αλώνια»” (Σελ. 167).

Ο “Θολός βυθός” σημαδεύει την απομάκρυνση του Ατζακά από τον “εκδημοτικισμένο Παπαδιαμάντη” και την περίπου ντοπιολαλιά του “Διπλω-μένα φτερά” (ΑΓΡΑ-2007). Ο λυρισμός περιορίζεται, σε έκταση και τόνο, και τη σειρά παίρνει η καταγραφή της μνήμης, πίσω από τα Ελληνικά ενός παιδιού, του Γιάννη του Αρχοντή, όνομα της πένας του Ατζακά, που ο ίδιος είναι εξαιρετικά συνεπής για να αρνηθεί την ταυτοπροσωπία. Όμως η άτρωτη γλώσσα είναι πάντα παρούσα. Οι σκέψεις, ή, πιο σωστά, η έλλειψη σκέψης, το συναίσθημα του εξοστρακισμένου παιδιού «βγαίνουν» πειστικά, και, κατ’ αυτό, σπαρακτικά, στην απλότητά του συντακτικού τους. Κι’ αν ο αναγνώστης επιμένει να αναζητήσει το αυστηρά «λογοτεχνικό», ας μην ανησυχεί, ο Ατζακάς θα τον φροντίσει μέσα από τα λόγια του ενήλικα Αρχοντή, συνδυασμό σισύφειου έρωτα με τη γλώσσα και εσώτερου διάλο-γου του μυαλού με την καρδιά: “Ο «Άνεμος» -έτσι λέγανε το φωταγωγημένο πλοίο που κάθε Πέμπτη κατέβαινε από Θεσσαλονίκη για Κρήτη –κόντευε πια να χαθεί πέρα στο Νότο, στο νυχτωμένο πέλαγος. Εκείνο τό άλλο όμως, τό μαύρο και άραχλο καράβι, τό λέγανε «Νίκη ‘49», το λέγανε «Νέμεσις ‘49»;” (Σελ. 31), αισθητικά η λογοτεχνική έκδοση του Φελλίνιου “E la nave va”; Και το εύρημα του -ενήλικα- Γιάννη, να ξεχωρίζει σε πλάγια γραφή και σε -συγκριτικά- λόγια Ελληνικά, του Γιάννη του σήμερα (του Γιάννη του Αχοντή, του Αρχοντή, του Ατζακά, δεν έχει σημασία), παραπέμπει στον “Common Man”, τον Κοινό Άνθρωπο του “A Man for All Seasons” του Robert Bolt, στην πλευρά του σχολιαστή-συνδέσμου με τον ακροατή-θεατή, αναγνώστη στην προκείμενη περίπτωση, προσδίδοντας μια έμμεση θεατρικότητα στο μύθο, ανακλώντας σε συνεχή επαφή με τον αναγνώστη του, κομψά και αποτελεσματικά, πότε ιδιοφυώς γελαστικά, πότε καταθλι-πτικά σοβαρά, ποτέ με εμπάθεια, τη χρονική απόσταση, τα ερωτηματικά που επιμένουν, τις απαντήσεις που αναβάλλονται, όταν δεν κρύβονται.

Έξη χρόνια είναι περίπου η μισή συνειδητοποιημένη διαδρομή ενός παιδιού. Και για τον κάθε Γιάννη, ένας περίπλους έξη χρόνων θα ήταν ατέλειωτος. Ατέλειωτος για το παιδί που τον έζησε, και για τον ενήλικα που θα τον θυμάται. Και ο Γιάννης ο Ατζακάς έχει λογαριασμούς να κλείσει. Με τον Αχοντή, ή, πιο σωστά, με τον Αρχοντή, ή, ακόμα πιο σωστά, με τον Γιάννη των παιδοπόλεων, και με τα παιχνίδια του μυαλού.

Και εγώ στοιχηματίζω ότι δεν θα τα καταφέρει.

Γιατί, απλά, και είναι κρίσιμη αυτή η αρχή της ανθρώπινης λογιστικής, κάποιοι λογαριασμοί δεν κλείνουν.

Είτε γιατί δεν γίνεται.

Είτε γιατί δεν πρέπει...


Αντώνης Γκόλτσος


Και κλείνω εδώ με την ελπίδα ότι θα υπάρξουν κάποιοι που θα διαβάσουν αυτό το ποστ μέχρι τέλους, πρώτη φορά γράφω τόσα πολλά!...

Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2009

ΘΟΛΟΣ ΒΥΘΟΣ


Λοιπόν, στη Λέσχη μας είμαστε πολύ περήφανοι γιατί την Τετάρτη, 14 Ιανουαρίου, το βράδυ, στις 7 μ.μ. παρουσιάζουμε ένα εξαιρετικό βιβλίο.
Είναι ο "Θολός Βυθός" του Γιάννη Ατζακά.

Η παρουσίαση θα γίνει στο βιβλιοπωλείο "Συμβολή", στην Αριδαία και θα είναι ανοιχτή για το κοινό. Ο συγγραφέας Γιάννης Ατζακάς θα μας τιμήσει με την παρουσία του και θα είναι στη διάθεση του κοινού για να απαντήσει σε ερωτήσεις.
Παραθέτουμε παρακάτω την κριτική της Μικέλας Χαρτουλάρη, από την εφημερίδα "ΤΑ ΝΕΑ", 6 Δεκεμβρίου 2008:

"Σαν βουβή γροθιά

Δεν μπόρεσε ποτέ του να χορέψει,γιατί του παρέλυαν, λέει, τα πόδια οι βαριοί ρυθμοί των εμβατηρίων με τα οποία είχε μεγαλώσει... Ο Γιάννης Ατζακάς έζησε από τα οκτώ ώς τα δεκατέσσερα σε παιδοπόλεις της Φρειδερίκης. Είναι ένα παιδί του Εμφυλίου, «πικρός καρπός από τα στάχυα που θέρισε το δίκοπο δρεπάνι», και μόλις κυκλοφόρησε τον Θολό Βυθό (Άγρα). Ένα αφήγημα αυτοβιογραφικό, αναπάντεχο σαν βουβή γροθιά, για εκείνα τα «κλειδωμένα χρόνια» και εκείνα τα περίπου 30.000 ορφανεμένα παιδιά στα οποία η παράταξη των νικητών θέλησε μεταπολεμικά να προσφέρει στέγη, παιδεία και, κυρίως, μια συνείδηση με ανοσία στο μικρόβιο του κομμουνισμού. Στο βιβλίο ακούγονται δύο φωνές του Γιάννη Αρχοντή, ο οποίος είναι το διαφανές alter ego του Ατζακά. Σε πρώτο πρόσωπο ακούγεται η φωνή του παιδιού- μαθητή που αναζητά στους θολούς βυθούς της μνήμης του τα σπαράγματα μιας πρώιμα ραγισμένης ζωής και τα παρουσιάζει ανεπεξέργαστα, όπως τα βίωνε τότε, φανερώνοντας και ανεκμυστήρευτα γεγονότα που τον βάρυναν. Έτσι, μπροστά στα μάτια του αναγνώστη, ξεδιπλώνεται η καθημερινότητα των παιδοπόλεων από το 1949 ώς το 1955, με έναν τρόπο ψύχραιμο και σπαρακτικό που δεν τον έχουμε διαβάσει ούτε στα μυθιστορήματα του Βασίλη Μπούτου ή του Θανάση Σκρουμπέλου ούτε στις διεισδυτικές ιστορικές προσεγγίσεις λ.χ. της Ρίκης Βαν Μπουσχότεν κ.α. Παράλληλα, σαν σφήνα, ακούγεται σε τρίτο πρόσωπο η φωνή του σημερινού, συνταξιούχου πια, άντρα- συγγραφέα ο οποίος σχολιάζει ιδεολογικά τον κρυφό μηχανισμό των παιδοπόλεων και αναστοχάζεται τον ίδιο του τον αντιφατικό χαρακτήρα ως παράγωγο των παιδικών εμπειριών του. Ο Θολός βυθός παύει έτσι να είναι μια απλή μαρτυρία και αποκτά μια κοινωνική-πολιτική-υπαρξιακή διάσταση. Άνθρωπος με μυστικές λαβωματιές, ο 67χρονος σήμερα Ατζακάς ανέπτυξε, σε πείσμα της μαύρης προπαγάνδας, μια συνείδηση αριστερή την οποία μάλιστα πλήρωσε ακριβά στη δικτατορία. Ωστόσο προσπαθεί να είναι δίκαιος και με τις δυο πλευρές. Το βιβλίο μιλά λοιπόν για τη βιομηχανία υιοθεσιών στην Αμερική που είχε στήσει η «καλλιτέρα μητέρα της Ελλάδος» προκειμένου να διαγραφεί η μνήμη των κόκκινων σπόρων, αλλά δεν επιμένει σ΄ αυτό, ούτε αναμασά την κομμουνιστική ρητορική. Κι ο Γιάννης δεν έχει να αφηγηθεί κανένα τραυματικό γεγονός, καμιά περίπτωση κακοποίησης, όπως θα περίμεναν ορισμένοι. Αυτό το βιβλίο σοκάρει γι΄ άλλο λόγο: επειδή δείχνει ανάγλυφα πώς ερήμωσε η παιδική καρδιά του, πώς ναρκώθηκαν τα αισθήματά του, πώς σβήστηκε σιγά σιγά κάθε ίχνος της ατομικότητάς του. «Δεν υπάρχει βαρύτερη μοναξιά από εκείνη μέσα στους άλλους· δεν είναι καμιά στέρηση της αγάπης σκληρότερη, από εκεί όπου η αγάπη διακηρύσσεται αλλά ποτέ δεν πραγματώνεται». Να, κάτι που συνειδητοποίησε βγαίνοντας από τα «φιλανθρωπικά ιδρύματα» και μπαίνοντας «στην πραγματική ζωή», ο Ατζακάς. Γεννημένος στη Θάσο, ορφανός από μάνα, με πατέρα κυνηγημένο και άφαντο από το ΄46, μεγάλωσε με τη γιαγιά του τη Βενετιά, συνταρακτική ηρωίδα του πρώτου του αφηγήματος Διπλωμένα φτερά (Άγρα 2007). Εκείνη, αναλφάβητη, πάμφτωχη και γερασμένη, τον έδωσε με πόνο στη βασίλισσα «για να τον σπουδάσει και να του μάθει μια τέχνη» και σε έξι χρόνια δεν κατάφερε να τον δει παρά δυο φορές. «Τέκνον πολίτου ενταχθέντος εις τους συμμορίτας», ο Ατζακάς έφθασε το 1949 στον «Απόστολο Παύλο» στο Καστρί, έβγαλε την Γ΄ Δημοτικού στο Ιωσηφόγλειο Ορφανοτροφείο της Νέας Σμύρνης, πέρασε «τα πιο ευτυχισμένα του» τρία χρόνια στην «Καλή Παναγιά» έξω από τη Βέροια και τέλειωσε την Α΄ Γυμνασίου στον «Άγιο Δημήτριο» στη Θεσσαλονίκη. Τότε τον έδιωξαν επειδή έβγαλε γενικό βαθμό 16 και όχι 17, αλλά χάρη στον ναυτικό θείο του τέλειωσε το Γυμνάσιο στη Θεσσαλονίκη. Ο αναγνώστης παρακολουθεί πώς δεν έβρισκε μέρος να απομονωθεί για να κλάψει ώσπου «ξεπόνεσε» κι έφτασε να ντρέπεται για τη γιαγιά του· πώς συνήθισε τη στρατιωτική οργάνωση και τα παραγγέλματα σαν κάτι φυσικό· πώς ξέδινε με τα ελάχιστα, με φωτογραφίες λ.χ. ποδοσφαιρικών φάσεων από πεταμένες εφημερίδες· πώς κάποιοι δάσκαλοι τον ενθάρρυναν, πώς άρχισε να αγαπά τη λογοτεχνία· πώς παρασύρθηκε στις φονταμενταλιστικές, θα λέγαμε σήμερα, Χριστιανικές Μαθητικές Ομάδες· και φυσικά πώς βομβαρδιζόταν με αντικομμουνιστικά κηρύγματα τα οποία δεν πολυκαταλάβαινε μέχρι που η ανελέητη σπίλωση της τιμής των ανταρτών- άρα και του πατέρα του- τού προκάλεσε αμφιβολίες και τον αφύπνισε... Τόση καλοσύνηδεν ήταν άδολη.Ο Θολός Βυθός καταδεικνύει ότι η χειραγώγηση των παιδιών του Εμφυλίου πέτυχε, επειδή ακριβώς ο μηχανισμός δεν κατέφυγε στη βία. Επειδή στις παιδοπόλεις στήθηκε μια αταξική μικροκοινωνία ίσης μεταχείρισης, με εσωτερική δικαιοσύνη και αμεροληψία. Τόση ώστε τα παιδιά με τις στολές δεν αντιλαμβάνονταν την πλύση εγκεφάλου που τους γινόταν, έπαυαν να νοιάζονται για την τύχη των γονιών τους και κατέληγαν να αρνούνται ότι οι πατεράδες τους ήταν αντάρτες. Σπίτι τους ήταν πια ο θάλαμός τους και η μνήμη τους χαρασσόταν από την αρχή. Ο κατοπινός συγγραφέας ήταν πια 16άρης όταν επιτέλους ξαναγύρισε στη Θάσο. Εκεί, το 1958 ήρθε το πρώτο γράμμα του πατέρα του από τη Βουλγαρία αλλά μόνο το 1975, όταν πια δούλευε ως δάσκαλος, κατάφερε να τον πρωτοσυναντήσει στο Μπρνο της Τσεχοσλοβακίας. Ο κόσμος είχε αλλάξει, ωστόσο ο Γιάννης Ατζακάς ακόμα να απαλλαγεί από την αίσθηση ότι ένα αυστηρό μάτι τον επιτηρεί άγρυπνα..."
Τα δικά μας νέα θα ακολουθήσουν μετά την παρουσίαση. Για την ώρα αυτό που θέλουμε να πούμε είναι μόνο ότι το βιβλίο μας έχει συνεπάρει με τη δύναμη της αφήγησής του.