Αυτό είναι το blog της Λέσχης Ανάγνωσης του Μορφωτικού Συλλόγου ενός μικρού χωριού της Μακεδονίας. Λέγεται Χρύσα και ανήκει στο Δήμο Αριδαίας του Νομού Πέλλας.
Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008
ΝΕΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ!!!
Ας κάνω όμως μια μικρή παρουσίαση των δύο αυτών βιβλίων, για μην χάσουμε τη ροή μας...
"Ο υπέροχος κόσμος του Κρίστοφερ Μπουν Το πολυβραβευμένο μυθιστόρημα του Μαρκ Χάντον αποτελεί την έκπληξη της χρονιάς. Ήρωάς του είναι ο Κρίστοφερ Μπουν, ένα παράξενο παιδί που το μυαλό του δουλεύει με τρόπο ιδιαίτερο. Ξέρει όλα τα κράτη και τις πρωτεύουσες του κόσμου, ξέρει πάρα πολλά για τα μαθηματικά αλλά πολύ λίγα για τους ανθρώπους. Του αρέσει να φτιάχνει χάρτες και σχεδιαγράμματα, λατρεύει τα αστυνομικά μυθιστορήματα και το κόκκινο χρώμα. Δεν του αρέσει το κίτρινο και το καφέ, δεν αντέχει να τον αγγίζουν και δεν μπορεί να πει ψέματα. Ένα βράδυ βρίσκει νεκρό το σκύλο της γειτόνισσάς του κι αποφασίζει να ξεδιαλύνει το μυστήριο. Η αναζήτησή του όμως θα τον παρασύρει σε μονοπάτια δύσβατα και θα κληθεί να ξεδιαλύνει άλλα μυστήρια, αυτά του κόσμου των μεγάλων, πολύ πιο περίπλοκα από το απλό "Ποιος σκότωσε το σκύλο"… Ένα εκπληκτικό σε σύλληψη μυθιστόρημα. Οι πιο λεπτές εκφάνσεις της παλέτας των συναισθημάτων περιγράφονται από ένα αγόρι που αδυνατεί να τα κατανοήσει! Το βιβλίο είναι επί 20 εβδομάδες πρώτο σε πωλήσεις στη Μ. Βρετανία και έχει ήδη ξεπεράσει τα 1.000.000 αντίτυπα!" ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
"Malba Tahan είναι το ψευδώνυμο ενός διάσημου βραζιλιάνου μαθηματικού και συγγραφέα, του Julio Cesar de Mello e Souza, ο οποίος εθήτευσε ως καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών και στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πανεπιστημίου του Ρίο ντε Ζανέιρο. Το βιβλίο αποτελεί μια απολαυστική συλλογή μαθηματικών γρίφων, παρουσιασμένων μέσα από μια ιστόρηση που θυμίζει Χίλιες και μία νύχτες. Ο άνθρωπος που μετρούσε, ο ήρωας του βιβλίου, ταξιδεύει τον αναγνώστη στον εξωτικό αραβικό κόσμο του 1300, όπου με τις εξαιρετικές μαθηματικές ικανότητές του επιλύει διαφωνίες, παρέχει σοφές συμβουλές, αντιμετωπίζει και νικάει επικίνδυνους εχθρούς, κερδίζει φήμη και πλούτη, και τέλος αμείβεται αισθηματικά αφού καταφέρνει να παντρευτεί την εκλεκτή της καρδιάς του. Στο τέλος της ελληνικής έκδοσης παρατίθενται σχόλια και επεξηγήσεις που αφορούν το μαθηματικό περιεχόμενο του βιβλίου." ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ
Η επόμενη συνάντηση θα είναι διαφορετική... Μείνετε κοντά!
Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2008
Σάββατο 5 Ιουλίου 2008
Πριν μιλήσω για το βιβλίο επιτρέψτε μου να συστηθώ. Είμαι η Λίνα, καινούριο μέλος του blog, αλλά όχι και της λέσχης. Συγκεκριμένα, είμαι το μέλος με τις περισσότερες απουσίες (ευτυχώς δεν ισχύουν οι τιμωρίες γιατί θα έκανα συχνά τον πελεκάνο) αλλά και αυτή που ακούγεται λιγότερο στις συζητήσεις. Αυτό συμβαίνει γιατί δε μου αρέσει να είμαι στο επίκεντρο αλλά και επειδή, γενικά, είμαι λιγομίλητη λόγω χαρακτήρα. Όμως αρκετά για μένα, καιρός να πω κάποια πράγματα για το βιβλίο.
Σ’ ότι αφορά τους χαρακτήρες, κατά τη γνώμη μου, ο Γιώργης ήταν η πιο τραγική φιγούρα της ιστορίας μας. Υπέφερε σιωπηλά το μαρτύριο του και συγχρόνως ήταν σε θέση να εκτιμήσει όσα του πρόσφερε η ζωή, χωρίς να το βάλει ποτέ κάτω. Η Ελένη αντάξια του. Η ίδια όπως και ο Γιώργης δε σταμάτησε να παλεύει ούτε όταν άφηνε την τελευταία της πνοή. Όσο για την Άννα, φαινομενικά ήταν η πέτρα του σκανδάλου, αλλά εγώ θα συμφωνήσω με αυτό που είπε η Αλέξις (σ. 491) :
«Λοιπόν χαίρομαι που δεν ήταν δική μου μητέρα, αλλά δεν θα της έριχνα όλο το φταίξιμο. Ήταν αδύναμη, αλλά πάντοτε είχε εκείνο το απείθαρχο πνεύμα, έτσι δεν είναι; Φαίνεται λες και πάντοτε έβρισκε δυσκολότερο απ’ότι η Μαρία να κάνει αυτό που έπρεπε. Απλώς έτσι ήταν φτιαγμένη».
«Είσαι πολύ επιεικής, Αλέξις. Είχε σίγουρα τα ελαττώματα της, όμως δεν θα έπρεπε να παλέψει σκληρότερα με τα ένστικτά της;»
«Όλοι θα έπρεπε να το κάνουμε, νομίζω, αλλά δεν έχουν οι πάντες αυτή τη δύναμη. Και φαίνεται ότι ο Μανόλης εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία της όσο μπορούσε – όπως ακριβώς κάνουν πάντα αυτού του είδους οι άνθρωποι».
Η Άννα δυναμική αλλά στην πραγματικότητα αδύναμη. Μπορεί να ήξερε να διεκδικεί αυτό που θέλει, αλλα στην πραγματικότητα δεν μπορούσε να καταφέρει τίποτα μόνη της. Όταν ήταν μικρή είχε την Μαρία και τον πατέρα της και αργότερα την κοινωνική θέση του άνδρα της.
Η Μαρία ήταν το ακριβώς αντίθετο. Μια αγνή ψυχή που ήταν πάντα πρόθυμη για όλους, δυνατή και προσγειωμένη, φτιαγμένη να αντέχει στις δυσκολίες και πάντα μια διακριτική παρουσία στο χώρο.
Δε θα μπορούσα να κλείσω το κείμενο μου χωρίς να αναφερθώ σε ένα φαινόμενο που αναλύει η συγγραφέας αλλά το βλέπουμε ακόμα και σήμερα. Μιλάω για τον κοινωνικό αποκλεισμό των ατόμων με μεταδοτικές ασθένειες. Οι κάτοικοι της Σπιναλόγκας δεν υπέφεραν μόνο από λέπρα, υπέφεραν και εξ’ αιτίας της προκατάληψης του κόσμου. Ήταν οι «απόβλητοι», οι στιγματισμένοι. Γι’ αυτό το λόγο οι περισσότεροι ασθενείς έφταναν σε προχωρημένο στάδιο πριν αποκαλύψουν ότι ήταν άρρωστοι.
Δυστυχώς, ακόμα και στις μέρες μας υπάρχουν άνθρωποι που έχουν αυτές τις προκαταλήψεις σχετικά με τις μεταδοτικές ασθένειες. Αρνούνται ακόμα και να ενημερωθούν από φόβο και μόνο. Δεν ξέρω αν ποτέ αλλάξει αυτό, θέλω να πιστεύω όμως πως όπως έκσυγχρονιζόμαστε σε άλλα πράγματα θα υπάρξει κάποι θετική εξέλιξη και σ΄αυτό.
Αυτά από μένα. Περιμένω τα δικά σας σχόλια!
Υ.Γ. : Συγνώμη για τυχον συντακτικά λάθη.
Για οποιαδήποτε απορία, απλά ρωτήστε με!
Πέμπτη 19 Ιουνίου 2008
για τη Δανειστική Βιβλιοθήκη
Τετάρτη 7 Μαΐου 2008
Ο Γλάρος Ιωνάθαν Λίβιγκστον
Την Κυριακή 4 Μαΐου είχαμε τη συνάντηση για τον πολυδιαβασμένο "Γλάρο Ιωνάθαν"! Πριν όμως συνεχίσω με τις εντυπώσεις για το βιβλίο, θα ήθελα να πω με παράπονο ότι έλειπε ο θείος Μήτσος που τόσο πολύ του άρεσε. Καιρό πριν, αφού είχε διαβάσει το βιβλίο και του έπιασα κουβέντα μου είπε: "Αυτός ο γλάρος, πολύ πολύ ωραίος... πολύ πολύ ωραίος!"
Με χαρά όμως σας λέω ότι είχαμε νέα μέλη αυτή τη φορά, την Άννα, την Κική και την Κική (πω πω, τρεις Κυριακές έχουμε στην ομάδα! και πως θα τις ξεχωρίζουμε; με όλο το θάρρος, θα τις πω α και β με λίγο χρώμα!), και, μετά από καιρό απουσίας, την Αντωνία.
Περιττό να πω ότι εξελίχτηκε σε μία από τις αγαπημένες μου συναντήσεις. Και φυσικά, πόσο πιθανό θα ήταν να μην άρεσε σε κάποιον ο Γλάρος Ιωνάθαν?
<<Ανθρωποι που ακολουθούν τους δικούς τους νόμους όταν ξέρουν πως έχουν δίκαιο. Ανθρωποι που αντλούν ιδιαίτερη χαρά από αυτό που κάνουν πολύ καλά (ακόμα κι αν είναι μόνο για τον εαυτό τους). Ανθρωποι που ξέρουν ότι υπάρχει στη ζωή κάτι παραπάνω απ' ότι μπορεί να δει το μάτι. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα συμπορευθούν με τον Γλάρο Ιωνάθαν από την αρχή μέχρι το τέλος. Αλλοι απλώς θα ξεφύγουν από την καθημερινότητα, ζώντας την απολαυστική περιπέτεια της ελευθερίας και της πτήσης.>>
από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Όλοι είχαν κάτι να πουν, να αναφέρουν το δικό τους πέταγμα στην ζωή. Όλοι ανέφεραν την ταύτιση, έστω και εν μέρει, με τον Γλάρο Ιωνάθαν. Η Κική α είπε τότε: "Όλοι ταυτιζόμαστε με τον Ιωνάθαν, που είναι λοιπόν οι άλλοι γλάροι?" Και λίγο μετά, ο Ασημάκης τόνισε: "Εγώ όταν διάβαζα το βιβλίο έβλεπα τον εαυτό μου στους άλλους γλάρους και είχα τον Ιωνάθαν ως πρότυπο."
Η Άννα άνοιξε αμέσως το δικό της "βιβλίο" και νομίζω μας κέρδισε. Μέσα σε λίγα λεπτά είπε για τα "πετάγματά" της, τα πολύ μεγάλα θα έλεγα εγώ. Η Κική β για την αντιδραστικότητά της από μικρή. Η Αντωνία τόνισε πως ο Γλάρος πρέπει να διαβαστεί από τους νέους αλλά όλοι μαζί διαπιστώσαμε την διαχρονικότητά του καθώς, πρώτα αυτή (η Αντωνία) επεσήμανε πως εστίασε στα ίδια σημεία την πρώτη φορά που το διάβασε με τώρα. Ανακαλύψαμε επίσης ότι εγώ και η Αντωνία είχαμε 1-2 αποσπάσματα κοινά παρά την σχετική διαφορά ηλικίας.
Αυτά τα λίγα, από τα πολλά που είπαμε και νιώσαμε!
Δίνω τη σκυτάλη...
Σάββατο 12 Απριλίου 2008
Μικρά Αγγλία
Πέμπτη 3 Απριλίου 2008
Κική Δημουλά
Ωστόσο τα πήγαμε ανέλπιστα καλά. Αυτός που ήταν όμως μια αποκάλυψη ήταν ο κ. Μπάμπης.
Πρέπει να πω λίγα λόγια γι' αυτόν. Λοιπόν, ο κ. Μπάμπης δε διαβάζει κανένα από τα βιβλία που διαβάζουμε εμείς οι υπόλοιποι, καθόλου όμως! Έρχεται όμως σε κάθε συνάντηση και θέλει πολύ να συζητάει, γι' αυτό και κάθε λίγο και λιγάκι ζητάει διευκρινίσεις για την υπόθεση του μυθιστορήματος που διαβάσαμε... Χαμός! Την προηγούμενη φορά (Γελοίοι έρωτες) του είπαμε ευγενικά ότι η Λέσχη μας είναι Λέσχη Ανάγνωσης πρωτίστως κι ότι η όποια συζήτηση στηρίζεται στην ανάγνωση ενός βιβλίου κάθε φορά και δεν είναι το ίδιο να διαβάσεις το βιβλίο με το να σου κάνουν την περίληψή του. Στο τέλος της συνάντησης μας αποφασίσαμε για την επόμενη φορά να διαβάσουμε ποίηση και αμέσως παρατήρησα ότι ο κ. Μπάμπης χάρηκε και η χαρά του έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν επιλέξαμε την Κική Δημουλά.
Ήρθε με έναν μεγάλο φάκελο γεμάτο με ποιήματα από διάφορες συλλογές της Δημουλά. Θέλησε να μας διαβάσει κάποια και ομολογώ ότι έκανε άριστη επιλογή. Ξεκίνησε με το "Αληθινή απάντηση" που άρεσε πολύ σε όλους μας. Το διαβάσαμε και δεύτερη φορά και συζητήσαμε πολλή ώρα γι' αυτό. Ακολούθησαν άλλα και ο ενθουσιασμός του ήταν μεγάλος και μεις είδαμε έναν άλλο άνθρωπο απ' αυτόν που ως τώρα μας έιχε δείξει. Πολύ πιο ενδιαφέροντα πολύ πιο συμπαθητικό! Τελικά το "κλειδί" του είναι η ποίηση, παράξενο κι όμως αληθινό.
Και η Μαρία διάλεξε ωραία ποιήματα. Παραθέτω παρακάτω ένα που μου άρεσε πολύ.
"Σαν να διάλεξες"
Παρασκευή είναι σήμερα θα πάω στη λαϊκή
να κάνω έναν περίπατο στ' αποκεφαλισμένα περιβόλια
να δώ την ευωδιά της ρίγανης
σκλάβα σε ματσάκια.
Πάω μεσημεράκι που πέφτουν οι τιμές των αξιώσεων
βρίσκεις το πράσινο εύκολο
σε φασολάκια κολοκύθια μολόχες και κρινάκια.
Aκούω εκεί τι θαρρετά εκφράζονται τα δέντρα
με την κομμένη γλώσσα των καρπών
ρήτορες σωροί τα πορτοκάλια και τα μήλα
και παίρνει να ροδίζει λίγη ανάρρωση
στις κιτρινιάρικες παρειές
μιας μέσα βουβαμάρας.
Σπάνια να ψωνίσω. Γιατί εκεί σου λένε διάλεξε.
Eίναι ευκολία αυτή ή πρόβλημα; Διαλέγεις και μετά
πώς το σηκώνεις το βάρος το ασήκωτο
που έχει η εκλογή σου.
Eνώ εκείνο το έτυχε τι πούπουλο. Στην αρχή.
Γιατί μετά σε γονατίζουν οι συνέπειες.
Aσήκωτες κι αυτές. Kατά βάθος είναι σαν να διάλεξες.
Tο πολύ ν' αγοράσω λίγο χώμα. Όχι για λουλούδια.
Για εξοικείωση.
Eκεί δεν έχει διάλεξε. Eκεί με κλειστά τα μάτια.
Πέμπτη 27 Μαρτίου 2008
Γελοίοι έρωτες
Τώρα με τη Λέσχη Ανάγνωσης μου δόθηκε η ευκαιρία να ξαναδιαβάσω τους "γελοίους έρωτες".
Τα άλλα μέλη το διάβασαν από την επανέκδοση με τον τίτλο "Κωμικοί έρωτες" από τις εκδόσεις "Εστία". Το γεγονός ότι προτιμώ την παλιά έκδοση υποθέτω ότι οφείλεται σε νοσταλγία, πάντως το εξώφυλλο της ήταν αντικειμενικά, νομίζω, ωραιότερο, ε;
Σάββατο 22 Μαρτίου 2008
Το χαμόγελο της ορχιδέας
Πέμπτη 6 Μαρτίου 2008
Η μάνα και το νόημα της ζωής
Προς το παρόν, είναι το αγαπημένο μου βιβλίο από αυτά που διαβάσαμε στην λέσχη. Το δεύτερο βιβλίο αφηγημάτων του Irvin Yalom. Είναι τόσο καλός σε αυτό που θέλει να προσφέρει μέσα από τα βιβλία του! Δεν μπορώ να αντισταθώ στο να μεταφέρω δύο αποσπάσματα από τα τόσα που ξεχώρισα. Θα τα παραθέσω αντί της περιγραφής που υπάρχει στο οπισθόφυλλο.
“..............
«Η μάνα είναι μάνα. Μόνο μία την έχουμε. Να σου πω, βέβαια, γιατρέ, η μάνα μου δε με φρόντισε και πολύ – το αντίθετο έγινε -, ενενήντα χρονών ήτανε όταν πέθανε. Όχι, δεν είχε να κάνει καθόλου μ’ αυτό – το θέμα ήταν ότι απλώς υπήρχε. Δεν ξέρω... νομίζω ότι αντιπροσώπευε κάτι, κάτι που το ‘χα ανάγκη. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;»
«Καταλαβαίνω ακριβώς τι θέλεις να πεις, Μαγνόλια. Πραγματικά καταλαβαίνω».
«Μπορεί να μην είναι δική μου δουλειά να το πω, γιατρέ, αλλά μου φαίνεται ότι είσαι κι εσύ σαν κι εμένα – σου λείπει κι εσένα η μανούλα σου. Κι οι γιατροί έχουν ανάγκη τις μανούλες τους, όπως κι οι μανούλες έχουν ανάγκη τις μανούλες τους».
..................”
“..............
Την κοιτάζω. Μοιάζει γύρω στα πενήντα ή εξήντα, είναι δυνατή και γεροδεμένη, και κουβαλάει μια ξέχειλη κεντητή τσάντα για ψώνια με ξύλινες λαβές, χωρίς να καταβάλλει καμία προσπάθεια. Είναι άσχημη αλλά δεν το ξέρει και περπατάει με το σαγόνι ψηλά σαν να ‘ταν όμορφη. Παρατηρώ το γνώριμο περίσσευμα σάρκας που κρέμεται απ’ το μπράτσο της και τις κάλτσες της που είναι τραβηγμένες και δεμένες ακριβώς πάνω από το γόνατο. Μου δίνει ένα μεγάλο υγρό φιλί. Εγώ υποκρίνομαι ότι νιώθω τρυφερότητα.
«Καλά τα πήγες. Ποιος θα μπορούσε να ζητήσει περισσότερα; Έγραψες τόσα βιβλία. Μ’ έκανες περήφανη. Μακάρι να ζούσε ο πατέρας σου να σε δει».
«Τι εννοείς καλά τα πήγα, Μάνα; Πώς το ξέρεις; Δεν μπορείς να διαβάσεις αυτά που έχω γράψει – θέλω να πω, δεν βλέπεις».
«Εγώ ξέρω. Κοίτα τι ωραία βιβλία». Ανοίγει την τσάντα της, βγάζει δυο βιβλία μου κι αρχίζει να τα χαϊδολογάει τρυφερά. «Μεγάλα βιβλία, όμορφα».
Μ’εκνευρίζει που πιάνει τα βιβλία μου. «Σημασία έχει αυτό που έχουν μέσα τα βιβλία, Μάνα. Μπορεί να γράφουν σκέτες ανοησίες».
«Όιβιν, μη λες närrischkeit – σαχλαμάρες. Ειν’ ωραία βιβλία!»
«Μα να τα κουβαλάς συνέχεια μέσα σ’ αυτή την τσάντα, Μάνα, ακόμα και στο λούνα – παρκ; Τα ‘χεις κάνει εικόνισμα. Δεν νομίζεις ότι - »
«Όλοι σε ξέρουν. Όλος ο κόσμος. Η κομμώτριά μου μου λέει ότι η κόρη της διδάσκεται τα βιβλία σου στο Πανεπιστήμιο».
«Η κομμώτριά σου; Τι είναι αυτό, το υπέρτατο κριτήριο;»
«Όλοι. Και το λέω κι εγώ σε όλους. Γιατί να μην το πω;»
«Μάνα, δεν έχεις τίποτα καλύτερο να κάνεις; Γιατί δεν περνάς τις Κυριακές σου με τους φίλους σου: τη Χάννα, την Γκέρτυ, τη Λιούμπα, την Ντόροθυ, τον Σαμ, τον αδελφό σου τον Σάιμον; Τι θέλεις τέλος πάντων εδώ στο Γκλεν Έκο;»
«Ντρέπεσαι που είμαι εδώ; Πάντα ντρεπόσουνα. Που αλλού να βρίσκομαι;»
«Θέλω μόνο να πω ότι έχουμε κι οι δυο μεγαλώσει. Έχω περάσει τα εξήντα. Ίσως να ήρθε πια ο καιρός να βλέπει ο καθένας μας τα δικά του όνειρα».
«Συνεχίζεις να ντρέπεσαι για μένα».
«Δεν είπα αυτό. Δεν με προσέχεις».
«Πάντα με θεωρούσες ανόητη. Πάντα νόμιζες πως δεν καταλαβαίνω γρυ».
«Δεν είπα αυτό. Έλεγα ότι δεν τα ξέρεις όλα. Φταίει ο τρόπος που – ο τρόπος σου που - »
«Ο τρόπος μου που; Για συνέχισε. Μιας κι άρχισες, πες το! Ξέρω τι θα πεις».
«Τί θα πω;»
«Όχι, Όιβιν, εσύ να το πεις. Αν σ’ το πω εγώ, θα τ’ αλλάξεις».
«Είναι που δεν μ’ ακούς. Είναι ο τρόπος που μιλάς για πράγματα για τα οποία δεν έχεις ιδέα».
«Δεν σ’ ακούω; Εγώ δεν ακούω εσένα; Για πες μου, Όιβιν, εσύ μ’ ακούς εμένα; Ξέρεις τίποτα για μένα;»
«Έχεις δίκιο, Μάνα. Κανένας μας δεν ήταν καλός σ’ αυτό, στο ν’ ακούει τον άλλον».
«Εγώ ήμουνα, Όιβιν, εγώ σ’ άκουγα πολύ καλά. Άκουγα τη σιωπή κάθε βράδυ, όταν γύριζα απ’ το μαγαζί, κι εσύ δεν έκανες ούτε τον κόπο ν’ ανέβεις απ’ το δωμάτιο όπου μελετούσες. Δεν με χαιρέταγες καν. Δεν με ρώταγες αν ήτανε δύσκολη η μέρα μου. Πως να σ’ ακούσω, όταν δεν μου μίλαγες;»
«Κάτι με σταματούσε. Αναμεσά μας υψωνόταν ολόκληρος τοίχος».
«Τοίχος; Ωραίο πράγμα να λες στη μητέρα σου. Τοίχος. Εγώ τον έχτισα;»
«Δεν είπα αυτό. Είπα μόνο ότι υπήρχε ένας τοίχος. Το ξέρω ότι εγώ απομακρύνθηκα από σένα. Γιατί; Που να θυμάμαι; Έχουν περάσει πενήντα χρόνια, Μάνα, ό,τι μου ‘λεγες πάντως εγώ το ‘νιωθα σαν κάποιου είδους επίπληξη».
«Vos’h? Επίκληξη;»
«Εννοώ κριτική. Έπρεπε να κρατηθώ μακριά απ’ την κριτική σου. Εκείνα τα χρόνια ένιωθα από μόνος μου άσχημα για τον εαυτό μου, δεν χρειαζόμουνα κι άλλη κριτική».
«Για ποιο πράγμα ένιωθες άσχημα; Τόσα χρόνια δουλεύαμε ο Μπαμπάς σου κι εγώ στο μαγαζί, για να μπορέσεις εσύ να σπουδάσεις. Μέχρι τις δώδεκα τη νύχτα. Και πόσες φορές μ’ έπαιρνες τηλέφωνο να σου φέρω κάτι γυρνώντας; Μολύβια ή χαρτί. Θυμάσαι τον Αλ που δούλευε στην κάβα; Εκείνον που του χαρακώσανε το πρόσωπο σε μια ληστεία;»
«Πως δεν τον θυμάμαι τον Αλ, Μάνα. Η μύτη του είχε μια ουλή από τη μια άκρη ως την άλλη».
«Λοιπόν ο Αλ σήκωνε το τηλέφωνο και φώναζε απ’ το βάθος του μαγαζιού του: “Ο βασιλιάς! Ο βασιλιάς στο τηλέφωνο! Άσ’ τον μια φορά τον βασιλιά να πάει ν’ αγοράσει μόνος του τα μολύβια του. Καλό θα του κάνει να περπατήσει και λίγο”. Ο Αλ σε ζήλευε. Οι δικοί του γονείς δεν του χάριζαν τίποτα. Εγώ ποτέ δεν έδινα σημασία σε όσα έλεγε. Αλλά είχε δίκιο. Σου φερόμουνα σα να ‘σουν βασιλιάς. Όποτε τηλεφωνούσες, μέρα ή νύχτα, άφηνα τον Μπαμπά σου με το μαγαζί γεμάτο πελάτες κι έτρεχα στο ψιλικατζίδικο του Μενς, στο άλλο τετράγωνο. Χρειαζόσουνα γραμματόσημα. Και τετράδια, και μελάνι. Κι έπειτα στυλό. Όλα τα ρούχα σου ήτανε λεκιασμένα με μελάνι. Σαν να ‘σουνα βασιλιάς. Καμιά κριτική».
«Μάνα, τώρα συζητάμε, κι αυτό είναι καλό. Ας μην αρχίσουμε να κατηγορούμε ο ένας τον άλλον. Ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε. Ας πούμε ότι εγώ ένιωθα σαν να μου έκανες κριτική. Το ξέρω ότι έλεγες καλά πράγματα για μένα στους άλλους. Περηφανευόσουνα για μένα. Εμένα όμως ποτέ δεν μου τα είπες. Καταπρόσωπο».
«Δεν ήταν και τόσο εύκολο να σου μιλήσω τότε, Όιβιν. Κι όχι μόνο εγώ, κανένας. Όλα τα ήξερες. Όλα τα διάβαζες. Ίσως και να σε φοβόντουσαν λιγο οι άνθρωποι. Ίσως κι εγώ ακόμα να σε φοβόμουνα. Ver veys’h? Ποιος ξέρει; Θα σου πω κάτι, όμως, Όιβιν, εγώ περνούσα χειρότερα από σένα. Πρώτα απ’ όλα, ούτε εσύ μου έλεγες καμιά καλή κουβέντα. Εγώ έκανα το νοικοκυριό, σου μαγείρευα. Είκοσι χρόνια έτρωγες το φαΐ που σου ‘φτιαχνα. Και το ξέρω πως σ’ άρεσε. Αλλά ποτέ δεν μου το’ πες. Ούτε μια φορά στη ζωή σου. Ε; Το ‘πες καμιά φορά;»
Ντρέπομαι, σκύβω το κεφάλι, τι άλλο να κάνω.
«Έπειτα, εγώ ήξερα ότι δεν έλεγες ούτε μια καλή κουβέντα από πίσω μου – τουλάχιστον εσύ αυτό το είχες, Όιβιν, εσύ ήξερες ότι πίσω από την πλάτη σου εγώ καμάρωνα για σένα μπροστά στους άλλους. Εγώ όμως ήξερα ότι εσύ ντρεπόσουνα για μένα. Ντρεπόσουνα κανονικά – κι μπροστά μου και πίσω μου. Ντρεπόσουνα για τ’ αγγλικά μου, για την προφορά μου. Για όλ’ αυτά που δεν ήξερα. Και για τα λάθη που έκανα. Άκουγα πως με κοροϊδεύατε εσύ κι οι φίλοι σου – η Τζούλυ, ο Σέλλυ, ο Τζέρρυ. Όλα τ’ άκουγα. Τί νόμιζες;»
Έσκυψα ακόμα πιο χαμηλά το κεφάλι. «Ποτέ δεν σου ξέφευγε τίποτα, Μάνα».
....................”
Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2008
Ο Παίκτης
Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2008
"Ευχάριστα έντονη" ατμόσφαιρα
Όταν τελικά ήρθε η σειρά μου, μετά βίας κατάφερα να πω το εξής:
"Εγώ θέλω απλά να πω ότι είμαι πολύ χαρούμενη που δημιουργήθηκε αυτή η λέσχη και που είμαστε τώρα όλοι μαζί εδώ και συζητάμε έτσι. "
...και δεν κατάφερα να πω τίποτα άλλο από τη συγκίνηση!
Σουέλ
Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2008
Σιντάρτα
Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2008
για τη Λέσχη μας
Και όμως έγινε η Λέσχη και υπάρχει ακόμη και θα υπάρχει γιατί τη θέλουμε και γιατί οι συζητήσεις μας εκεί δίνουν χρώμα στη ζωή μας βγάζοντάς μας από τα τετριμμένα και ανοίγοντάς μας πνευματικούς ορίζοντες.
Στο επόμενό μου ποστ θα αναφερθώ στα βιβλία που διαβάσαμε...