Πέμπτη 6 Μαρτίου 2008

Η μάνα και το νόημα της ζωής


Προς το παρόν, είναι το αγαπημένο μου βιβλίο από αυτά που διαβάσαμε στην λέσχη. Το δεύτερο βιβλίο αφηγημάτων του Irvin Yalom. Είναι τόσο καλός σε αυτό που θέλει να προσφέρει μέσα από τα βιβλία του! Δεν μπορώ να αντισταθώ στο να μεταφέρω δύο αποσπάσματα από τα τόσα που ξεχώρισα. Θα τα παραθέσω αντί της περιγραφής που υπάρχει στο οπισθόφυλλο.


..............

«Η μάνα είναι μάνα. Μόνο μία την έχουμε. Να σου πω, βέβαια, γιατρέ, η μάνα μου δε με φρόντισε και πολύ – το αντίθετο έγινε -, ενενήντα χρονών ήτανε όταν πέθανε. Όχι, δεν είχε να κάνει καθόλου μ’ αυτό – το θέμα ήταν ότι απλώς υπήρχε. Δεν ξέρω... νομίζω ότι αντιπροσώπευε κάτι, κάτι που το ‘χα ανάγκη. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;»

«Καταλαβαίνω ακριβώς τι θέλεις να πεις, Μαγνόλια. Πραγματικά καταλαβαίνω».

«Μπορεί να μην είναι δική μου δουλειά να το πω, γιατρέ, αλλά μου φαίνεται ότι είσαι κι εσύ σαν κι εμένα – σου λείπει κι εσένα η μανούλα σου. Κι οι γιατροί έχουν ανάγκη τις μανούλες τους, όπως κι οι μανούλες έχουν ανάγκη τις μανούλες τους».

..................

Απο το 3ο διήγημα του βιβλίου: Southern Comfort



..............

Την κοιτάζω. Μοιάζει γύρω στα πενήντα ή εξήντα, είναι δυνατή και γεροδεμένη, και κουβαλάει μια ξέχειλη κεντητή τσάντα για ψώνια με ξύλινες λαβές, χωρίς να καταβάλλει καμία προσπάθεια. Είναι άσχημη αλλά δεν το ξέρει και περπατάει με το σαγόνι ψηλά σαν να ‘ταν όμορφη. Παρατηρώ το γνώριμο περίσσευμα σάρκας που κρέμεται απ’ το μπράτσο της και τις κάλτσες της που είναι τραβηγμένες και δεμένες ακριβώς πάνω από το γόνατο. Μου δίνει ένα μεγάλο υγρό φιλί. Εγώ υποκρίνομαι ότι νιώθω τρυφερότητα.

«Καλά τα πήγες. Ποιος θα μπορούσε να ζητήσει περισσότερα; Έγραψες τόσα βιβλία. Μ’ έκανες περήφανη. Μακάρι να ζούσε ο πατέρας σου να σε δει».

«Τι εννοείς καλά τα πήγα, Μάνα; Πώς το ξέρεις; Δεν μπορείς να διαβάσεις αυτά που έχω γράψει – θέλω να πω, δεν βλέπεις».

«Εγώ ξέρω. Κοίτα τι ωραία βιβλία». Ανοίγει την τσάντα της, βγάζει δυο βιβλία μου κι αρχίζει να τα χαϊδολογάει τρυφερά. «Μεγάλα βιβλία, όμορφα».

Μ’εκνευρίζει που πιάνει τα βιβλία μου. «Σημασία έχει αυτό που έχουν μέσα τα βιβλία, Μάνα. Μπορεί να γράφουν σκέτες ανοησίες».

«Όιβιν, μη λες närrischkeit – σαχλαμάρες. Ειν’ ωραία βιβλία!»

«Μα να τα κουβαλάς συνέχεια μέσα σ’ αυτή την τσάντα, Μάνα, ακόμα και στο λούνα – παρκ; Τα ‘χεις κάνει εικόνισμα. Δεν νομίζεις ότι - »

«Όλοι σε ξέρουν. Όλος ο κόσμος. Η κομμώτριά μου μου λέει ότι η κόρη της διδάσκεται τα βιβλία σου στο Πανεπιστήμιο».

«Η κομμώτριά σου; Τι είναι αυτό, το υπέρτατο κριτήριο;»

«Όλοι. Και το λέω κι εγώ σε όλους. Γιατί να μην το πω;»

«Μάνα, δεν έχεις τίποτα καλύτερο να κάνεις; Γιατί δεν περνάς τις Κυριακές σου με τους φίλους σου: τη Χάννα, την Γκέρτυ, τη Λιούμπα, την Ντόροθυ, τον Σαμ, τον αδελφό σου τον Σάιμον; Τι θέλεις τέλος πάντων εδώ στο Γκλεν Έκο;»

«Ντρέπεσαι που είμαι εδώ; Πάντα ντρεπόσουνα. Που αλλού να βρίσκομαι;»

«Θέλω μόνο να πω ότι έχουμε κι οι δυο μεγαλώσει. Έχω περάσει τα εξήντα. Ίσως να ήρθε πια ο καιρός να βλέπει ο καθένας μας τα δικά του όνειρα».

«Συνεχίζεις να ντρέπεσαι για μένα».

«Δεν είπα αυτό. Δεν με προσέχεις».

«Πάντα με θεωρούσες ανόητη. Πάντα νόμιζες πως δεν καταλαβαίνω γρυ».

«Δεν είπα αυτό. Έλεγα ότι δεν τα ξέρεις όλα. Φταίει ο τρόπος που – ο τρόπος σου που - »

«Ο τρόπος μου που; Για συνέχισε. Μιας κι άρχισες, πες το! Ξέρω τι θα πεις».

«Τί θα πω;»

«Όχι, Όιβιν, εσύ να το πεις. Αν σ’ το πω εγώ, θα τ’ αλλάξεις».

«Είναι που δεν μ’ ακούς. Είναι ο τρόπος που μιλάς για πράγματα για τα οποία δεν έχεις ιδέα».

«Δεν σ’ ακούω; Εγώ δεν ακούω εσένα; Για πες μου, Όιβιν, εσύ μ’ ακούς εμένα; Ξέρεις τίποτα για μένα;»

«Έχεις δίκιο, Μάνα. Κανένας μας δεν ήταν καλός σ’ αυτό, στο ν’ ακούει τον άλλον».

«Εγώ ήμουνα, Όιβιν, εγώ σ’ άκουγα πολύ καλά. Άκουγα τη σιωπή κάθε βράδυ, όταν γύριζα απ’ το μαγαζί, κι εσύ δεν έκανες ούτε τον κόπο ν’ ανέβεις απ’ το δωμάτιο όπου μελετούσες. Δεν με χαιρέταγες καν. Δεν με ρώταγες αν ήτανε δύσκολη η μέρα μου. Πως να σ’ ακούσω, όταν δεν μου μίλαγες;»

«Κάτι με σταματούσε. Αναμεσά μας υψωνόταν ολόκληρος τοίχος».

«Τοίχος; Ωραίο πράγμα να λες στη μητέρα σου. Τοίχος. Εγώ τον έχτισα;»

«Δεν είπα αυτό. Είπα μόνο ότι υπήρχε ένας τοίχος. Το ξέρω ότι εγώ απομακρύνθηκα από σένα. Γιατί; Που να θυμάμαι; Έχουν περάσει πενήντα χρόνια, Μάνα, ό,τι μου ‘λεγες πάντως εγώ το ‘νιωθα σαν κάποιου είδους επίπληξη».

«Vos’h? Επίκληξη;»

«Εννοώ κριτική. Έπρεπε να κρατηθώ μακριά απ’ την κριτική σου. Εκείνα τα χρόνια ένιωθα από μόνος μου άσχημα για τον εαυτό μου, δεν χρειαζόμουνα κι άλλη κριτική».

«Για ποιο πράγμα ένιωθες άσχημα; Τόσα χρόνια δουλεύαμε ο Μπαμπάς σου κι εγώ στο μαγαζί, για να μπορέσεις εσύ να σπουδάσεις. Μέχρι τις δώδεκα τη νύχτα. Και πόσες φορές μ’ έπαιρνες τηλέφωνο να σου φέρω κάτι γυρνώντας; Μολύβια ή χαρτί. Θυμάσαι τον Αλ που δούλευε στην κάβα; Εκείνον που του χαρακώσανε το πρόσωπο σε μια ληστεία;»

«Πως δεν τον θυμάμαι τον Αλ, Μάνα. Η μύτη του είχε μια ουλή από τη μια άκρη ως την άλλη».

«Λοιπόν ο Αλ σήκωνε το τηλέφωνο και φώναζε απ’ το βάθος του μαγαζιού του: “Ο βασιλιάς! Ο βασιλιάς στο τηλέφωνο! Άσ’ τον μια φορά τον βασιλιά να πάει ν’ αγοράσει μόνος του τα μολύβια του. Καλό θα του κάνει να περπατήσει και λίγο”. Ο Αλ σε ζήλευε. Οι δικοί του γονείς δεν του χάριζαν τίποτα. Εγώ ποτέ δεν έδινα σημασία σε όσα έλεγε. Αλλά είχε δίκιο. Σου φερόμουνα σα να ‘σουν βασιλιάς. Όποτε τηλεφωνούσες, μέρα ή νύχτα, άφηνα τον Μπαμπά σου με το μαγαζί γεμάτο πελάτες κι έτρεχα στο ψιλικατζίδικο του Μενς, στο άλλο τετράγωνο. Χρειαζόσουνα γραμματόσημα. Και τετράδια, και μελάνι. Κι έπειτα στυλό. Όλα τα ρούχα σου ήτανε λεκιασμένα με μελάνι. Σαν να ‘σουνα βασιλιάς. Καμιά κριτική».

«Μάνα, τώρα συζητάμε, κι αυτό είναι καλό. Ας μην αρχίσουμε να κατηγορούμε ο ένας τον άλλον. Ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε. Ας πούμε ότι εγώ ένιωθα σαν να μου έκανες κριτική. Το ξέρω ότι έλεγες καλά πράγματα για μένα στους άλλους. Περηφανευόσουνα για μένα. Εμένα όμως ποτέ δεν μου τα είπες. Καταπρόσωπο».

«Δεν ήταν και τόσο εύκολο να σου μιλήσω τότε, Όιβιν. Κι όχι μόνο εγώ, κανένας. Όλα τα ήξερες. Όλα τα διάβαζες. Ίσως και να σε φοβόντουσαν λιγο οι άνθρωποι. Ίσως κι εγώ ακόμα να σε φοβόμουνα. Ver veysh? Ποιος ξέρει; Θα σου πω κάτι, όμως, Όιβιν, εγώ περνούσα χειρότερα από σένα. Πρώτα απ’ όλα, ούτε εσύ μου έλεγες καμιά καλή κουβέντα. Εγώ έκανα το νοικοκυριό, σου μαγείρευα. Είκοσι χρόνια έτρωγες το φαΐ που σου ‘φτιαχνα. Και το ξέρω πως σ’ άρεσε. Αλλά ποτέ δεν μου το’ πες. Ούτε μια φορά στη ζωή σου. Ε; Το ‘πες καμιά φορά;»

Ντρέπομαι, σκύβω το κεφάλι, τι άλλο να κάνω.

«Έπειτα, εγώ ήξερα ότι δεν έλεγες ούτε μια καλή κουβέντα από πίσω μου – τουλάχιστον εσύ αυτό το είχες, Όιβιν, εσύ ήξερες ότι πίσω από την πλάτη σου εγώ καμάρωνα για σένα μπροστά στους άλλους. Εγώ όμως ήξερα ότι εσύ ντρεπόσουνα για μένα. Ντρεπόσουνα κανονικά – κι μπροστά μου και πίσω μου. Ντρεπόσουνα για τ’ αγγλικά μου, για την προφορά μου. Για όλ’ αυτά που δεν ήξερα. Και για τα λάθη που έκανα. Άκουγα πως με κοροϊδεύατε εσύ κι οι φίλοι σου – η Τζούλυ, ο Σέλλυ, ο Τζέρρυ. Όλα τ’ άκουγα. Τί νόμιζες;»

Έσκυψα ακόμα πιο χαμηλά το κεφάλι. «Ποτέ δεν σου ξέφευγε τίποτα, Μάνα».

....................

Απο το 1º διήγημα του βιβλίου: Η μάνα και το νόημα της ζωής



1 σχόλιο:

Κυριακή είπε...

«Μπορεί να μην είναι δική μου δουλειά να το πω, γιατρέ, αλλά μου φαίνεται ότι είσαι κι εσύ σαν κι εμένα – σου λείπει κι εσένα η μανούλα σου. Κι οι γιατροί έχουν ανάγκη τις μανούλες τους, όπως κι οι μανούλες έχουν ανάγκη τις μανούλες τους».

Εμένα αυτό μου λέει πολλά. Το κεφάλαιο αυτό του βιβλίου ήταν από τα πιο ενδιαφέροντα. Συνολικά το βιβλίο μου άφησε πολύ καλές εντυπώσεις, όχι τόσο ως λογοτεχνικό έργο, όσο γιατί με έκανε να σκεφτώ και γιατί ανταποκρίνεται στις αναζητήσεις μου των τελευταίων χρόνων.
Στη Λέσχη νομίζω ότι κάναμε πολύ ωραίες συζητήσεις με αφορμή το βιβλίο αυτό, και στις δύο συναντήσεις μας. Φέρνω στο νου μου τις εικόνες και τα λόγια μας... Εμένα με συγκίνησε η Ζωή.
Πάντως, πόσα περισσότερα πράγματα καταλαβαίνεις συζητώντας και ανταλλάσσοντας απόψεις!