Πέμπτη 27 Μαρτίου 2008

Γελοίοι έρωτες

μ' αυτόν τον τίτλο πρωτοκυκλοφόρησε στα ελληνικά το έργο αυτό του Μίλαν Κούντερα. Είναι από τις εκδόσεις "οδυσσέας" κι εγώ το έχω στα χέρια μου από το 1985. Ο Κούντερα είναι από παλιά ένας από τους πιο αγαπημένους μου συγγραφείς, κάποτε τον διάβαζα μετά μανίας... "το αστείο", "το βαλς του αποχαιρετισμού", "η ζωή είναι αλλού", "οι γελοίοι έρωτες", είναι τα πρώτα που διάβασα. Μετά έγινε τελείως διάσημος με την "αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι" που είναι ένα βιβλίο που λατρεύω.

Τώρα με τη Λέσχη Ανάγνωσης μου δόθηκε η ευκαιρία να ξαναδιαβάσω τους "γελοίους έρωτες".





Τα άλλα μέλη το διάβασαν από την επανέκδοση με τον τίτλο "Κωμικοί έρωτες" από τις εκδόσεις "Εστία". Το γεγονός ότι προτιμώ την παλιά έκδοση υποθέτω ότι οφείλεται σε νοσταλγία, πάντως το εξώφυλλο της ήταν αντικειμενικά, νομίζω, ωραιότερο, ε;


Όπως και νάχει χάρηκα που ήρθα εκ νέου σε επαφή με τον τρόπο γραφής του Κούντερα και το οξύ του πνεύμα. Θέλω να δώσω κάποια αποσπάσματα του βιβλίου που μου άρεσαν, έτσι ενδεικτικά. Είναι από το πρώτο διήγημα, το Κανείς δεν θα γελάσει.
"... Η Κλάρα φοβήθηκε κι άρχισε να λέει ότι εγώ ήμουν υπεύθυνος. Έδιωξα τους φόβους της με μια κίνηση του χεριού μου και δήλωσα ότι το νόημα της ζωής, είναι ακριβώς να γελάς με τη ζωή, κι ότι αν η ζωή είναι απρόθυμη για το σκοπό αυτό θα πρέπει να τη βοηθήσουμε κι εμείς λίγο. Ο άνθρωπος πρέπει να ετοιμάζει συνεχώς νέες περιπέτειες, ατρόμητες έφιππες επελάσεις χωρίς τις οποίες θα σερνόταν στη σκόνη όπως ένας κουρασμένος πεζικάριος. "
"... το αδιέξοδο είναι το πεδίο των καλύτερών μου εμπνεύσεων."
"Κι έπειτα; Σου ταιριάζει να παριστάνεις τον υπερασπιστή της αλήθειας! Μήπως δεν ήταν ψέμα όταν έγραψες σ' αυτό το ανθρωπάκι ότι η γνώμη σου δεν έχει κανένα βάρος στη Vytvarna Myslenka; Μήπως δεν είπες ψέματα όταν τον κατηγόρησες ότι δεν μου συμπεριφέρθηκε καθώσπρέπει; Μήπως δεν είπες ψέματα όταν μίλησες γι' αυτή την Ελένη; Αφού λοιπόν είπες τόσα ψέματα, τι σε πειράζει να πεις ψέματα άλλη μια φορά και να γράψεις ένα ευνοϊκό σχόλιο για το άρθρο του; Είναι ο μόνος τρόπος να διευθετηθούν αμέσως όλα.
-Κλάρα, είπα, κάνεις λάθος αν νομίζεις ότι όλα τα ψέματα είναι ίδια. Βέβαια μοιάζει να έχεις δίκιο, αλλά στην πραγματικότητα έχεις άδικο. Μπορώ να εφευρίσκω οτιδήποτε, να κοροϊδεύω τους άλλους, να κάνω πλάκες, να κάνω φάρσες, δεν νομίζω όμως ότι είμαι ψεύτης και δεν το έχω βάρος στη συνείδησή μου. Τα ψέματα αυτά, αν θες τα ονομάζουμε ψέματα, είναι ο εαυτός μου όπως πραγματικά είναι. Με τα ψέματα αυτά δεν κρύβω τίποτε,στην πραγματικότητα, με τα ψέματα αυτά λέω την αλήθεια. Υπάρχουν όμως πράγματα για τα οποία δεν μπορώ να πω ψέματα. Υπάρχουν πράγματα που γνωρίζω βαθιά, που έχω καταλάβει το νόημά τους, που αγαπώ και που παίρνω στα σοβαρά. Και δεν αστειεύομαι με τα πράγματα αυτά. Αν έλεγα ψέματα γι' αυτά, θα μείωνα τον εαυτό μου, και δεν μπορώ, μη μου το ζητάς, δε θα το κάνω.
Δεν καταλάβαμε ο ένας τον άλλον."

Σάββατο 22 Μαρτίου 2008

Το χαμόγελο της ορχιδέας


της Σταυρούλας Στεφάνου


Εκδόσεις: Διόπτρα





"Η μαγεία της Ανατολής και μια σειρά (τυχαίων;) συναντήσεων θα γίνουν οι καταλύτες που θα αλλάξουν για πάντα τις ζωές της Ελένης, μιας πρόωρα γερασμένης από τη ζωή του περιθωρίου κοπέλας, και της Λένγκως, ώριμης δημοσιογράφου που φοβάται να ανοίξει ξανά την καρδιά της και να αφεθεί στις αισθήσεις της.Δύο διαφορετικές γυναίκες, δύο διαφορετικοί κόσμοι που συναντιούνται και αφήνονται να παρασυρθούν, όπως και ο αναγνώστης, σ έναν ποταμό πρωτόγνωρων και συναρπαστικών αισθήσεων. Οι εικόνες, οι γεύσεις και τα αρώματα της Ανατολής θα φέρουν τελικά το χαμόγελο και τη λύτρωση στις καρδιές των δυο ηρωίδων.Το Χαμόγελο της Ορχιδέας αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη μέσα στις δυνατές εικόνες του από τον ωμό ρεαλισμό στη μαγεία και τον αισθησιασμό, από το μηδενισμό του περιθωρίου στην απόλυτη ένωση με το Θείο, οι αποκαλύψεις διαδέχονται η μία την άλλη για να καταλήξουν στη λύτρωση."



Αυτό ήταν το βιβλίο που ενθουσίασε το θείο μας το Μήτσο και φαγώθηκε να το διαβάσουμε στη Λέσχη. Να πω την αλήθεια, εγώ το έκανα από καθήκον. Εντάξει, διαβαζότανε, αλλά δε θα το επέλεγα από μόνη μου. Παρατήρησα ωστόσο πως άρεσε σε αρκετά μέλη της Λέσχης μας και μας κινητοποίησε ώστε να συζητήσουμε πολύ για το θέμα των ναρκωτικών.

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2008

Η μάνα και το νόημα της ζωής


Προς το παρόν, είναι το αγαπημένο μου βιβλίο από αυτά που διαβάσαμε στην λέσχη. Το δεύτερο βιβλίο αφηγημάτων του Irvin Yalom. Είναι τόσο καλός σε αυτό που θέλει να προσφέρει μέσα από τα βιβλία του! Δεν μπορώ να αντισταθώ στο να μεταφέρω δύο αποσπάσματα από τα τόσα που ξεχώρισα. Θα τα παραθέσω αντί της περιγραφής που υπάρχει στο οπισθόφυλλο.


..............

«Η μάνα είναι μάνα. Μόνο μία την έχουμε. Να σου πω, βέβαια, γιατρέ, η μάνα μου δε με φρόντισε και πολύ – το αντίθετο έγινε -, ενενήντα χρονών ήτανε όταν πέθανε. Όχι, δεν είχε να κάνει καθόλου μ’ αυτό – το θέμα ήταν ότι απλώς υπήρχε. Δεν ξέρω... νομίζω ότι αντιπροσώπευε κάτι, κάτι που το ‘χα ανάγκη. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;»

«Καταλαβαίνω ακριβώς τι θέλεις να πεις, Μαγνόλια. Πραγματικά καταλαβαίνω».

«Μπορεί να μην είναι δική μου δουλειά να το πω, γιατρέ, αλλά μου φαίνεται ότι είσαι κι εσύ σαν κι εμένα – σου λείπει κι εσένα η μανούλα σου. Κι οι γιατροί έχουν ανάγκη τις μανούλες τους, όπως κι οι μανούλες έχουν ανάγκη τις μανούλες τους».

..................

Απο το 3ο διήγημα του βιβλίου: Southern Comfort



..............

Την κοιτάζω. Μοιάζει γύρω στα πενήντα ή εξήντα, είναι δυνατή και γεροδεμένη, και κουβαλάει μια ξέχειλη κεντητή τσάντα για ψώνια με ξύλινες λαβές, χωρίς να καταβάλλει καμία προσπάθεια. Είναι άσχημη αλλά δεν το ξέρει και περπατάει με το σαγόνι ψηλά σαν να ‘ταν όμορφη. Παρατηρώ το γνώριμο περίσσευμα σάρκας που κρέμεται απ’ το μπράτσο της και τις κάλτσες της που είναι τραβηγμένες και δεμένες ακριβώς πάνω από το γόνατο. Μου δίνει ένα μεγάλο υγρό φιλί. Εγώ υποκρίνομαι ότι νιώθω τρυφερότητα.

«Καλά τα πήγες. Ποιος θα μπορούσε να ζητήσει περισσότερα; Έγραψες τόσα βιβλία. Μ’ έκανες περήφανη. Μακάρι να ζούσε ο πατέρας σου να σε δει».

«Τι εννοείς καλά τα πήγα, Μάνα; Πώς το ξέρεις; Δεν μπορείς να διαβάσεις αυτά που έχω γράψει – θέλω να πω, δεν βλέπεις».

«Εγώ ξέρω. Κοίτα τι ωραία βιβλία». Ανοίγει την τσάντα της, βγάζει δυο βιβλία μου κι αρχίζει να τα χαϊδολογάει τρυφερά. «Μεγάλα βιβλία, όμορφα».

Μ’εκνευρίζει που πιάνει τα βιβλία μου. «Σημασία έχει αυτό που έχουν μέσα τα βιβλία, Μάνα. Μπορεί να γράφουν σκέτες ανοησίες».

«Όιβιν, μη λες närrischkeit – σαχλαμάρες. Ειν’ ωραία βιβλία!»

«Μα να τα κουβαλάς συνέχεια μέσα σ’ αυτή την τσάντα, Μάνα, ακόμα και στο λούνα – παρκ; Τα ‘χεις κάνει εικόνισμα. Δεν νομίζεις ότι - »

«Όλοι σε ξέρουν. Όλος ο κόσμος. Η κομμώτριά μου μου λέει ότι η κόρη της διδάσκεται τα βιβλία σου στο Πανεπιστήμιο».

«Η κομμώτριά σου; Τι είναι αυτό, το υπέρτατο κριτήριο;»

«Όλοι. Και το λέω κι εγώ σε όλους. Γιατί να μην το πω;»

«Μάνα, δεν έχεις τίποτα καλύτερο να κάνεις; Γιατί δεν περνάς τις Κυριακές σου με τους φίλους σου: τη Χάννα, την Γκέρτυ, τη Λιούμπα, την Ντόροθυ, τον Σαμ, τον αδελφό σου τον Σάιμον; Τι θέλεις τέλος πάντων εδώ στο Γκλεν Έκο;»

«Ντρέπεσαι που είμαι εδώ; Πάντα ντρεπόσουνα. Που αλλού να βρίσκομαι;»

«Θέλω μόνο να πω ότι έχουμε κι οι δυο μεγαλώσει. Έχω περάσει τα εξήντα. Ίσως να ήρθε πια ο καιρός να βλέπει ο καθένας μας τα δικά του όνειρα».

«Συνεχίζεις να ντρέπεσαι για μένα».

«Δεν είπα αυτό. Δεν με προσέχεις».

«Πάντα με θεωρούσες ανόητη. Πάντα νόμιζες πως δεν καταλαβαίνω γρυ».

«Δεν είπα αυτό. Έλεγα ότι δεν τα ξέρεις όλα. Φταίει ο τρόπος που – ο τρόπος σου που - »

«Ο τρόπος μου που; Για συνέχισε. Μιας κι άρχισες, πες το! Ξέρω τι θα πεις».

«Τί θα πω;»

«Όχι, Όιβιν, εσύ να το πεις. Αν σ’ το πω εγώ, θα τ’ αλλάξεις».

«Είναι που δεν μ’ ακούς. Είναι ο τρόπος που μιλάς για πράγματα για τα οποία δεν έχεις ιδέα».

«Δεν σ’ ακούω; Εγώ δεν ακούω εσένα; Για πες μου, Όιβιν, εσύ μ’ ακούς εμένα; Ξέρεις τίποτα για μένα;»

«Έχεις δίκιο, Μάνα. Κανένας μας δεν ήταν καλός σ’ αυτό, στο ν’ ακούει τον άλλον».

«Εγώ ήμουνα, Όιβιν, εγώ σ’ άκουγα πολύ καλά. Άκουγα τη σιωπή κάθε βράδυ, όταν γύριζα απ’ το μαγαζί, κι εσύ δεν έκανες ούτε τον κόπο ν’ ανέβεις απ’ το δωμάτιο όπου μελετούσες. Δεν με χαιρέταγες καν. Δεν με ρώταγες αν ήτανε δύσκολη η μέρα μου. Πως να σ’ ακούσω, όταν δεν μου μίλαγες;»

«Κάτι με σταματούσε. Αναμεσά μας υψωνόταν ολόκληρος τοίχος».

«Τοίχος; Ωραίο πράγμα να λες στη μητέρα σου. Τοίχος. Εγώ τον έχτισα;»

«Δεν είπα αυτό. Είπα μόνο ότι υπήρχε ένας τοίχος. Το ξέρω ότι εγώ απομακρύνθηκα από σένα. Γιατί; Που να θυμάμαι; Έχουν περάσει πενήντα χρόνια, Μάνα, ό,τι μου ‘λεγες πάντως εγώ το ‘νιωθα σαν κάποιου είδους επίπληξη».

«Vos’h? Επίκληξη;»

«Εννοώ κριτική. Έπρεπε να κρατηθώ μακριά απ’ την κριτική σου. Εκείνα τα χρόνια ένιωθα από μόνος μου άσχημα για τον εαυτό μου, δεν χρειαζόμουνα κι άλλη κριτική».

«Για ποιο πράγμα ένιωθες άσχημα; Τόσα χρόνια δουλεύαμε ο Μπαμπάς σου κι εγώ στο μαγαζί, για να μπορέσεις εσύ να σπουδάσεις. Μέχρι τις δώδεκα τη νύχτα. Και πόσες φορές μ’ έπαιρνες τηλέφωνο να σου φέρω κάτι γυρνώντας; Μολύβια ή χαρτί. Θυμάσαι τον Αλ που δούλευε στην κάβα; Εκείνον που του χαρακώσανε το πρόσωπο σε μια ληστεία;»

«Πως δεν τον θυμάμαι τον Αλ, Μάνα. Η μύτη του είχε μια ουλή από τη μια άκρη ως την άλλη».

«Λοιπόν ο Αλ σήκωνε το τηλέφωνο και φώναζε απ’ το βάθος του μαγαζιού του: “Ο βασιλιάς! Ο βασιλιάς στο τηλέφωνο! Άσ’ τον μια φορά τον βασιλιά να πάει ν’ αγοράσει μόνος του τα μολύβια του. Καλό θα του κάνει να περπατήσει και λίγο”. Ο Αλ σε ζήλευε. Οι δικοί του γονείς δεν του χάριζαν τίποτα. Εγώ ποτέ δεν έδινα σημασία σε όσα έλεγε. Αλλά είχε δίκιο. Σου φερόμουνα σα να ‘σουν βασιλιάς. Όποτε τηλεφωνούσες, μέρα ή νύχτα, άφηνα τον Μπαμπά σου με το μαγαζί γεμάτο πελάτες κι έτρεχα στο ψιλικατζίδικο του Μενς, στο άλλο τετράγωνο. Χρειαζόσουνα γραμματόσημα. Και τετράδια, και μελάνι. Κι έπειτα στυλό. Όλα τα ρούχα σου ήτανε λεκιασμένα με μελάνι. Σαν να ‘σουνα βασιλιάς. Καμιά κριτική».

«Μάνα, τώρα συζητάμε, κι αυτό είναι καλό. Ας μην αρχίσουμε να κατηγορούμε ο ένας τον άλλον. Ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε. Ας πούμε ότι εγώ ένιωθα σαν να μου έκανες κριτική. Το ξέρω ότι έλεγες καλά πράγματα για μένα στους άλλους. Περηφανευόσουνα για μένα. Εμένα όμως ποτέ δεν μου τα είπες. Καταπρόσωπο».

«Δεν ήταν και τόσο εύκολο να σου μιλήσω τότε, Όιβιν. Κι όχι μόνο εγώ, κανένας. Όλα τα ήξερες. Όλα τα διάβαζες. Ίσως και να σε φοβόντουσαν λιγο οι άνθρωποι. Ίσως κι εγώ ακόμα να σε φοβόμουνα. Ver veysh? Ποιος ξέρει; Θα σου πω κάτι, όμως, Όιβιν, εγώ περνούσα χειρότερα από σένα. Πρώτα απ’ όλα, ούτε εσύ μου έλεγες καμιά καλή κουβέντα. Εγώ έκανα το νοικοκυριό, σου μαγείρευα. Είκοσι χρόνια έτρωγες το φαΐ που σου ‘φτιαχνα. Και το ξέρω πως σ’ άρεσε. Αλλά ποτέ δεν μου το’ πες. Ούτε μια φορά στη ζωή σου. Ε; Το ‘πες καμιά φορά;»

Ντρέπομαι, σκύβω το κεφάλι, τι άλλο να κάνω.

«Έπειτα, εγώ ήξερα ότι δεν έλεγες ούτε μια καλή κουβέντα από πίσω μου – τουλάχιστον εσύ αυτό το είχες, Όιβιν, εσύ ήξερες ότι πίσω από την πλάτη σου εγώ καμάρωνα για σένα μπροστά στους άλλους. Εγώ όμως ήξερα ότι εσύ ντρεπόσουνα για μένα. Ντρεπόσουνα κανονικά – κι μπροστά μου και πίσω μου. Ντρεπόσουνα για τ’ αγγλικά μου, για την προφορά μου. Για όλ’ αυτά που δεν ήξερα. Και για τα λάθη που έκανα. Άκουγα πως με κοροϊδεύατε εσύ κι οι φίλοι σου – η Τζούλυ, ο Σέλλυ, ο Τζέρρυ. Όλα τ’ άκουγα. Τί νόμιζες;»

Έσκυψα ακόμα πιο χαμηλά το κεφάλι. «Ποτέ δεν σου ξέφευγε τίποτα, Μάνα».

....................

Απο το 1º διήγημα του βιβλίου: Η μάνα και το νόημα της ζωής