Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2008

ΝΕΟ ΞΕΚΙΝΗΜΑ!!!

Το φετινό φθινόπωρο ήταν "δύσκολο". Μας υποδέχτηκε λίγο υποτονικούς και μεταδώσαμε αυτό το κλίμα στην λέσχη μας. Το βιβλίο "ΠΟΙΟΣ ΣΚΟΤΩΣΕ ΤΟ ΣΚΥΛΟ ΤΑ ΜΕΣΑΝΥΧΤΑ" φάνηκε ότι άρεσε στο μεγαλύτερο μέρος των μελών, δυστυχώς όμως, συζητήθηκε ελάχιστα. Το ίδιο συνέβη και με το επόμενο βιβλίο "Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΜΕΤΡΟΥΣΕ" του Malba Tahan από τις εκδόσεις ΚΑΤΟΠΤΡΟ, το οποίο άρεσε πολύ και στον θείο Μήτσο. Ευτυχώς, η πολύτιμη ικανότητα της μνήμης του μας μεταφέρει τις ιστορίες του "ανθρώπου που μετρούσε" με αυτόν τον παραδοσιακό τρόπο αφήγησης των παραμυθιών από τους ηλικιωμένους. Άξιζε λοιπόν τον κόπο...

Ας κάνω όμως μια μικρή παρουσίαση των δύο αυτών βιβλίων, για μην χάσουμε τη ροή μας...



"Ο υπέροχος κόσμος του Κρίστοφερ Μπουν Το πολυβραβευμένο μυθιστόρημα του Μαρκ Χάντον αποτελεί την έκπληξη της χρονιάς. Ήρωάς του είναι ο Κρίστοφερ Μπουν, ένα παράξενο παιδί που το μυαλό του δουλεύει με τρόπο ιδιαίτερο. Ξέρει όλα τα κράτη και τις πρωτεύουσες του κόσμου, ξέρει πάρα πολλά για τα μαθηματικά αλλά πολύ λίγα για τους ανθρώπους. Του αρέσει να φτιάχνει χάρτες και σχεδιαγράμματα, λατρεύει τα αστυνομικά μυθιστορήματα και το κόκκινο χρώμα. Δεν του αρέσει το κίτρινο και το καφέ, δεν αντέχει να τον αγγίζουν και δεν μπορεί να πει ψέματα. Ένα βράδυ βρίσκει νεκρό το σκύλο της γειτόνισσάς του κι αποφασίζει να ξεδιαλύνει το μυστήριο. Η αναζήτησή του όμως θα τον παρασύρει σε μονοπάτια δύσβατα και θα κληθεί να ξεδιαλύνει άλλα μυστήρια, αυτά του κόσμου των μεγάλων, πολύ πιο περίπλοκα από το απλό "Ποιος σκότωσε το σκύλο"… Ένα εκπληκτικό σε σύλληψη μυθιστόρημα. Οι πιο λεπτές εκφάνσεις της παλέτας των συναισθημάτων περιγράφονται από ένα αγόρι που αδυνατεί να τα κατανοήσει! Το βιβλίο είναι επί 20 εβδομάδες πρώτο σε πωλήσεις στη Μ. Βρετανία και έχει ήδη ξεπεράσει τα 1.000.000 αντίτυπα!" ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ








"Malba Tahan είναι το ψευδώνυμο ενός διάσημου βραζιλιάνου μαθηματικού και συγγραφέα, του Julio Cesar de Mello e Souza, ο οποίος εθήτευσε ως καθηγητής στη Σχολή Καλών Τεχνών και στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πανεπιστημίου του Ρίο ντε Ζανέιρο. Το βιβλίο αποτελεί μια απολαυστική συλλογή μαθηματικών γρίφων, παρουσιασμένων μέσα από μια ιστόρηση που θυμίζει Χίλιες και μία νύχτες. Ο άνθρωπος που μετρούσε, ο ήρωας του βιβλίου, ταξιδεύει τον αναγνώστη στον εξωτικό αραβικό κόσμο του 1300, όπου με τις εξαιρετικές μαθηματικές ικανότητές του επιλύει διαφωνίες, παρέχει σοφές συμβουλές, αντιμετωπίζει και νικάει επικίνδυνους εχθρούς, κερδίζει φήμη και πλούτη, και τέλος αμείβεται αισθηματικά αφού καταφέρνει να παντρευτεί την εκλεκτή της καρδιάς του. Στο τέλος της ελληνικής έκδοσης παρατίθενται σχόλια και επεξηγήσεις που αφορούν το μαθηματικό περιεχόμενο του βιβλίου."
ΑΠΟ ΤΟ ΟΠΙΣΘΟΦΥΛΛΟ


Η επόμενη συνάντηση θα είναι διαφορετική... Μείνετε κοντά!




Πέμπτη 4 Σεπτεμβρίου 2008

Σας λείψαμε? ΟΧΙ???
Ερχόμαστε στις 14/9/08 με το "Ποιος σκότωσε το σκύλο τα μεσάνυχτα" του Μαρκ Χάντον.
Για να δούμε...!
Καλό Φθινόπωρο!!!

Σάββατο 5 Ιουλίου 2008




Γεια σας!
Πριν μιλήσω για το βιβλίο επιτρέψτε μου να συστηθώ. Είμαι η Λίνα, καινούριο μέλος του blog, αλλά όχι και της λέσχης. Συγκεκριμένα, είμαι το μέλος με τις περισσότερες απουσίες (ευτυχώς δεν ισχύουν οι τιμωρίες γιατί θα έκανα συχνά τον πελεκάνο) αλλά και αυτή που ακούγεται λιγότερο στις συζητήσεις. Αυτό συμβαίνει γιατί δε μου αρέσει να είμαι στο επίκεντρο αλλά και επειδή, γενικά, είμαι λιγομίλητη λόγω χαρακτήρα. Όμως αρκετά για μένα, καιρός να πω κάποια πράγματα για το βιβλίο.
Όταν πήγα να το αγοράσω η βιβλιοπώλις μου είπε πως κατά τη γνώμη της ήταν το καλύτερο που είχαμε διαβάσει ως τώρα. Δεν το συνειδητοποίησα παρά μόνο όταν το ξεκίνησα και δεν μπορούσα να «ξεκολλήσω». Η απλή γλώσσα και η λεπτομερής αλλά καθόλου κουραστική περιγραφή, ήταν από τα πρώτα στοιχεία που με αιχμαλώτισαν. Κάτι άλλο ήταν ο τρόπος που ανέλυε τη συναισθηματική κατάσταση των χαρακτήρων. Ήταν τόσο παραστατική που σ’έκανε να χαίρεσαι και να λυπάσαι μαζί τους.
Σ’ ότι αφορά τους χαρακτήρες, κατά τη γνώμη μου, ο Γιώργης ήταν η πιο τραγική φιγούρα της ιστορίας μας. Υπέφερε σιωπηλά το μαρτύριο του και συγχρόνως ήταν σε θέση να εκτιμήσει όσα του πρόσφερε η ζωή, χωρίς να το βάλει ποτέ κάτω. Η Ελένη αντάξια του. Η ίδια όπως και ο Γιώργης δε σταμάτησε να παλεύει ούτε όταν άφηνε την τελευταία της πνοή. Όσο για την Άννα, φαινομενικά ήταν η πέτρα του σκανδάλου, αλλά εγώ θα συμφωνήσω με αυτό που είπε η Αλέξις (σ. 491) :
«Λοιπόν χαίρομαι που δεν ήταν δική μου μητέρα, αλλά δεν θα της έριχνα όλο το φταίξιμο. Ήταν αδύναμη, αλλά πάντοτε είχε εκείνο το απείθαρχο πνεύμα, έτσι δεν είναι; Φαίνεται λες και πάντοτε έβρισκε δυσκολότερο απ’ότι η Μαρία να κάνει αυτό που έπρεπε. Απλώς έτσι ήταν φτιαγμένη».
«Είσαι πολύ επιεικής, Αλέξις. Είχε σίγουρα τα ελαττώματα της, όμως δεν θα έπρεπε να παλέψει σκληρότερα με τα ένστικτά της;»
«Όλοι θα έπρεπε να το κάνουμε, νομίζω, αλλά δεν έχουν οι πάντες αυτή τη δύναμη. Και φαίνεται ότι ο Μανόλης εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία της όσο μπορούσε – όπως ακριβώς κάνουν πάντα αυτού του είδους οι άνθρωποι».
Η Άννα δυναμική αλλά στην πραγματικότητα αδύναμη. Μπορεί να ήξερε να διεκδικεί αυτό που θέλει, αλλα στην πραγματικότητα δεν μπορούσε να καταφέρει τίποτα μόνη της. Όταν ήταν μικρή είχε την Μαρία και τον πατέρα της και αργότερα την κοινωνική θέση του άνδρα της.
Η Μαρία ήταν το ακριβώς αντίθετο. Μια αγνή ψυχή που ήταν πάντα πρόθυμη για όλους, δυνατή και προσγειωμένη, φτιαγμένη να αντέχει στις δυσκολίες και πάντα μια διακριτική παρουσία στο χώρο.
Δε θα μπορούσα να κλείσω το κείμενο μου χωρίς να αναφερθώ σε ένα φαινόμενο που αναλύει η συγγραφέας αλλά το βλέπουμε ακόμα και σήμερα. Μιλάω για τον κοινωνικό αποκλεισμό των ατόμων με μεταδοτικές ασθένειες. Οι κάτοικοι της Σπιναλόγκας δεν υπέφεραν μόνο από λέπρα, υπέφεραν και εξ’ αιτίας της προκατάληψης του κόσμου. Ήταν οι «απόβλητοι», οι στιγματισμένοι. Γι’ αυτό το λόγο οι περισσότεροι ασθενείς έφταναν σε προχωρημένο στάδιο πριν αποκαλύψουν ότι ήταν άρρωστοι.
Δυστυχώς, ακόμα και στις μέρες μας υπάρχουν άνθρωποι που έχουν αυτές τις προκαταλήψεις σχετικά με τις μεταδοτικές ασθένειες. Αρνούνται ακόμα και να ενημερωθούν από φόβο και μόνο. Δεν ξέρω αν ποτέ αλλάξει αυτό, θέλω να πιστεύω όμως πως όπως έκσυγχρονιζόμαστε σε άλλα πράγματα θα υπάρξει κάποι θετική εξέλιξη και σ΄αυτό.
Αυτά από μένα. Περιμένω τα δικά σας σχόλια!

Υ.Γ. : Συγνώμη για τυχον συντακτικά λάθη.
Για οποιαδήποτε απορία, απλά ρωτήστε με!

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2008

για τη Δανειστική Βιβλιοθήκη







Είμαι πολύ χαρούμενη. Αυτά είναι τα εξώφυλλα των πρώτων βιβλίων που κάποιος ιδιώτης χάρισε στη Λέσχη Ανάγνωσης του χωριού μας. Είχαμε για την ώρα άλλη μία αποστολή βιβλίων από το ΕΚΕΒΙ, αλλά το σημερινό είναι κάτι διαφορετικό. Είναι σαν ένα άγγιγμα στην ψυχή. Δεν το περίμενα ποτέ ότι αυτό εδώ το μπλογκ θα μπορούσε να το διατρέξει συγκίνηση, δεν είναι βλέπετε προσωπικό, και όμως αν αυτήν τη στιγμή δεν βλέπω καλά τα πλήκτρα δεν είναι που έχουν κάτι τα γυαλιά μου, είναι η αφιέρωση στο εσώφυλλο των βιβλίων...

Τετάρτη 7 Μαΐου 2008

Ο Γλάρος Ιωνάθαν Λίβιγκστον



Την Κυριακή 4 Μαΐου είχαμε τη συνάντηση για τον πολυδιαβασμένο "Γλάρο Ιωνάθαν"! Πριν όμως συνεχίσω με τις εντυπώσεις για το βιβλίο, θα ήθελα να πω με παράπονο ότι έλειπε ο θείος Μήτσος που τόσο πολύ του άρεσε. Καιρό πριν, αφού είχε διαβάσει το βιβλίο και του έπιασα κουβέντα μου είπε: "Αυτός ο γλάρος, πολύ πολύ ωραίος... πολύ πολύ ωραίος!"

Με χαρά όμως σας λέω ότι είχαμε νέα μέλη αυτή τη φορά, την Άννα, την Κική και την Κική (πω πω, τρεις Κυριακές έχουμε στην ομάδα! και πως θα τις ξεχωρίζουμε; με όλο το θάρρος, θα τις πω α και β με λίγο χρώμα!), και, μετά από καιρό απουσίας, την Αντωνία.

Περιττό να πω ότι εξελίχτηκε σε μία από τις αγαπημένες μου συναντήσεις. Και φυσικά, πόσο πιθανό θα ήταν να μην άρεσε σε κάποιον ο Γλάρος Ιωνάθαν?

<<Ανθρωποι που ακολουθούν τους δικούς τους νόμους όταν ξέρουν πως έχουν δίκαιο. Ανθρωποι που αντλούν ιδιαίτερη χαρά από αυτό που κάνουν πολύ καλά (ακόμα κι αν είναι μόνο για τον εαυτό τους). Ανθρωποι που ξέρουν ότι υπάρχει στη ζωή κάτι παραπάνω απ' ότι μπορεί να δει το μάτι. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι θα συμπορευθούν με τον Γλάρο Ιωνάθαν από την αρχή μέχρι το τέλος. Αλλοι απλώς θα ξεφύγουν από την καθημερινότητα, ζώντας την απολαυστική περιπέτεια της ελευθερίας και της πτήσης.>>
από το οπισθόφυλλο του βιβλίου

Όλοι είχαν κάτι να πουν, να αναφέρουν το δικό τους πέταγμα στην ζωή. Όλοι ανέφεραν την ταύτιση, έστω και εν μέρει, με τον Γλάρο Ιωνάθαν. Η Κική α είπε τότε: "Όλοι ταυτιζόμαστε με τον Ιωνάθαν, που είναι λοιπόν οι άλλοι γλάροι?" Και λίγο μετά, ο Ασημάκης τόνισε: "Εγώ όταν διάβαζα το βιβλίο έβλεπα τον εαυτό μου στους άλλους γλάρους και είχα τον Ιωνάθαν ως πρότυπο."

Κάπως έτσι κύλησε η βραδιά και όχι μόνο. Η Κυριακή σημείωνε ασταμάτητα, εντυπωσιασμένη και προσπαθώντας να κρατήσει ένα είδος "αρχείου" από όλο αυτό που βγαίνει εκεί μέσα.

Η Άννα άνοιξε αμέσως το δικό της "βιβλίο" και νομίζω μας κέρδισε. Μέσα σε λίγα λεπτά είπε για τα "πετάγματά" της, τα πολύ μεγάλα θα έλεγα εγώ. Η Κική β για την αντιδραστικότητά της από μικρή. Η Αντωνία τόνισε πως ο Γλάρος πρέπει να διαβαστεί από τους νέους αλλά όλοι μαζί διαπιστώσαμε την διαχρονικότητά του καθώς, πρώτα αυτή (η Αντωνία) επεσήμανε πως εστίασε στα ίδια σημεία την πρώτη φορά που το διάβασε με τώρα. Ανακαλύψαμε επίσης ότι εγώ και η Αντωνία είχαμε 1-2 αποσπάσματα κοινά παρά την σχετική διαφορά ηλικίας.

Αυτά τα λίγα, από τα πολλά που είπαμε και νιώσαμε!

Δίνω τη σκυτάλη...



Σάββατο 12 Απριλίου 2008

Μικρά Αγγλία



Τι θα γίνει τελικά, αν δε γράψω εγώ σ' αυτό το μπλογκ, δε θα γράψει κανείς; Εκφράζω δημοσίως το παράπονό μου! Και - αισίως- έφτασα να γράψω για το τελευταίο βιβλίο που διαβάσαμε και συζητήσαμε, το " Μικρά Αγγλία" της Ιωάννας Καρυστιάνη.
"Το πρώτο μυθιστόρημα της Καρυστιάνη, η "Μικρά Αγγλία" δημοσιεύτηκε στα 1997. "Μικρά Αγγλία" είναι το όνομα που δίνουν με περηφάνεια στο νησί τους, την Άνδρο (μια παιδική γροθιά, θαρρείς, καταμεσίς στο Αιγαίο, που μοιάζει ωστόσο να απειλεί τον κόσμο όλο) οι θαλασσινοί της - άνδρες τολμηροί και εμπορικά δαιμόνιοι, που ρίχνονται με φανατισμό τόσο στην περιπέτεια, όσο και στον πλουτισμό. Οι άνδρες λείπουν λοιπόν, οι γυναίκες μένουν. Και περιμένουν, ενώ εκείνοι που ορίζουν τη ζωή τους οργώνουν τις θάλασσες. Έρωτες, πάθη, απώλειες, θάνατοι βιώνονται μέσα σ' αυτήν την οριακή απουσία. Το ενδοοικογενειακό αισθηματικό δράμα, στο επίκεντρο της ιστορίας (δυο αδελφές αγαπούν τον ίδιο άνδρα) είναι απλώς το πρόσχημα για να διερευνηθεί, με μεγάλο βάθος και ευαισθησία, το θέμα της στέρησης, της έλλειψης, της ανθρώπινης ερημιάς, της γυναικείας μοίρας σε μια μικρή κοινωνία, που αν και μητριαρχείται, βαρύνεται από την πανταχού παρούσα σκιά των απόντων ανδρών."
Η συνάντησή μας έγινε στις 23 Μαρτίου και ήταν επεισοδιακή. Καταρχήν δεν είχαμε τον κ. Μπάμπη. Φαίνεται ο κακόμοιρος για άλλη μία φορά δε διάβασε το βιβλίο και φοβήθηκε να μας αντιμετωπίσει, λες; Αυτό είναι κάτι που πρέπει να το ερευνήσουμε.
Τελικά με την Καρυστιάνη είμαστε μοιρασμένοι, σε άλλους αρέσει πολύ, σε άλλους καθόλου.
Ο Ασημάκης δεν το διάβασε και είπε χαρακτηριστικά ότι βρίσκει τη γραφή της "ανάποδη", περίπλοκη, χρησιμοποιεί πολλές ειδικές λέξεις και τον εκνευρίζει. Έτσι δεν έκανε τον κόπο να προχωρήσει πέρα από τις πέντε πρώτες σελίδες!
Στην Ζωή επίσης δεν άρεσε. Δεν της αρέσει γενικά η Καρυστιάνη. Το διάβασε όμως.
Α! τελικά η Καρυστιάνη μας βάζει και κάνουμε ωραίες συζητήσεις μέσα από τις διαφωνίες μας.
Η Μαρία ήταν προκατειλημμένη αλλά όσο το διάβαζε της άρεσε περισσότερο. Ο Μήτσος διάβασε το μισό και είχε απορίες για το υπόλοιπο. Η Σεβαστή δεν το διάβασε. Η Κατερίνα δεν ήρθε.
Όταν εγώ διάβασα πρώτη φορά το βιβλίο αυτό, το 1998 είχα ενθουσιαστεί. Τώρα το διάβασα ξανά για τις ανάγκες της Λέσχης και ενώ ο ενθουσιασμός με εγκατέλειψε, εξακολουθώ να το θεωρώ ένα πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα. Έχει στοιχεία που εμένα μου αρέσουν πολύ, πλοκή, παρουσίαση ζωντανή των χαρακτηστικών μιας άλλης εποχής, τραγικότητα χαρακτήρων. Πιο πολύ ωστόσο νομίζω πως μου αρέσουν οι ήρωες της Καρυστιάνη επειδή είναι ακραίοι ως χαρακτήρες. Ίσως επειδή εγώ είμαι και πολύ άνθρωπος του μέτρου έλκομαι από αυτό που δεν έχω.
Ας δώσουμε και μερικά αποσπάσματα που μας άρεσαν και μας οδήγησαν σε συζήτηση:
σ.53: " Μακάρι να ήμασταν όλοι μεταξύ μας παραχαϊδεμένοι, να αγκαλιαζόμασταν και να φιλιόμασταν πιο συχνά, σαν παιδιά να κλαψουρίζαμε και να χαχανίζαμε ο ένας στην αγκαλιά του άλλου προσπαθώντας να μαντέψουμε τίνος είναι το χτυποκάρδι στο στήθος, δικό μας ή του δικού μας, ήταν σκέψεις που η Όρσα έκανε συχνά, είχε πάρει αμετάκλητη απόφαση στη ζωή της να δίνει βάρος μόνο στην αγάπη, από δώδεκα χρόνων αυτό, μια νύχτα που εντελώς ξαφνικά ένιωσε την κακή μοναξιά, τις χάρες της καλής δεν τις αρνιόταν."
σ. 65: "...οι ξένοι κόσμοι δε συναντιούνται ποτέ, η Μίνα Σαλταφέρου είχε ακλόνητα πιστεύω και απαράβατες αρχές."
σ. 153: " Έγειρε το κεφάλι η μεγάλη στον ώμο του πατέρα της, όπως δεν το είχε γείρει ποτέ στον ώμο της μάνας της, ούτε στους διαγωνισμούς ούτε στους πυρετούς ούτε στις γέννες της."
και άλλα πολλά που τώρα δεν προλαβαίνω να αντιγράψω.
Η επόμενη μας συνάντηση είναι στις 4 Μαϊου και έχουμε να διαβάσουμε τον "Γλάρο Ιωνάθαν". Απ' όσα έχω μάθει μέχρι στιγμής ο Μήτσος είναι ενθουσιασμένος με τον Ιωνάθαν, αλλά αυτά θα τα πούμε άλλη φορά.

Πέμπτη 3 Απριλίου 2008

Κική Δημουλά

Ήταν την Κυριακή, 17 Φεβρουαρίου. Συναντηθήκαμε όπως κάθε φορά στις 7 το απόγευμα. Αυτή τη φορά δεν είχαμε να διαβάσουμε κανένα μυθιστόρημα. Τολμήσαμε να ασχοληθούμε με ποίηση, με την ποίηση της Κικής Δημουλά. Είχα ομολογουμένως μεγάλη απορία για το πως θα τα πάμε. Θεωρώ ότι οι περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν σχεδόν καμία επαφή με την ποίηση.
Ωστόσο τα πήγαμε ανέλπιστα καλά. Αυτός που ήταν όμως μια αποκάλυψη ήταν ο κ. Μπάμπης.
Πρέπει να πω λίγα λόγια γι' αυτόν. Λοιπόν, ο κ. Μπάμπης δε διαβάζει κανένα από τα βιβλία που διαβάζουμε εμείς οι υπόλοιποι, καθόλου όμως! Έρχεται όμως σε κάθε συνάντηση και θέλει πολύ να συζητάει, γι' αυτό και κάθε λίγο και λιγάκι ζητάει διευκρινίσεις για την υπόθεση του μυθιστορήματος που διαβάσαμε... Χαμός! Την προηγούμενη φορά (Γελοίοι έρωτες) του είπαμε ευγενικά ότι η Λέσχη μας είναι Λέσχη Ανάγνωσης πρωτίστως κι ότι η όποια συζήτηση στηρίζεται στην ανάγνωση ενός βιβλίου κάθε φορά και δεν είναι το ίδιο να διαβάσεις το βιβλίο με το να σου κάνουν την περίληψή του. Στο τέλος της συνάντησης μας αποφασίσαμε για την επόμενη φορά να διαβάσουμε ποίηση και αμέσως παρατήρησα ότι ο κ. Μπάμπης χάρηκε και η χαρά του έγινε ακόμα μεγαλύτερη όταν επιλέξαμε την Κική Δημουλά.
Ήρθε με έναν μεγάλο φάκελο γεμάτο με ποιήματα από διάφορες συλλογές της Δημουλά. Θέλησε να μας διαβάσει κάποια και ομολογώ ότι έκανε άριστη επιλογή. Ξεκίνησε με το "Αληθινή απάντηση" που άρεσε πολύ σε όλους μας. Το διαβάσαμε και δεύτερη φορά και συζητήσαμε πολλή ώρα γι' αυτό. Ακολούθησαν άλλα και ο ενθουσιασμός του ήταν μεγάλος και μεις είδαμε έναν άλλο άνθρωπο απ' αυτόν που ως τώρα μας έιχε δείξει. Πολύ πιο ενδιαφέροντα πολύ πιο συμπαθητικό! Τελικά το "κλειδί" του είναι η ποίηση, παράξενο κι όμως αληθινό.
Και η Μαρία διάλεξε ωραία ποιήματα. Παραθέτω παρακάτω ένα που μου άρεσε πολύ.

"Σαν να διάλεξες"

Παρασκευή είναι σήμερα θα πάω στη λαϊκή
να κάνω έναν περίπατο στ' αποκεφαλισμένα περιβόλια
να δώ την ευωδιά της ρίγανης
σκλάβα σε ματσάκια.

Πάω μεσημεράκι που πέφτουν οι τιμές των αξιώσεων
βρίσκεις το πράσινο εύκολο
σε φασολάκια κολοκύθια μολόχες και κρινάκια.
Aκούω εκεί τι θαρρετά εκφράζονται τα δέντρα
με την κομμένη γλώσσα των καρπών
ρήτορες σωροί τα πορτοκάλια και τα μήλα
και παίρνει να ροδίζει λίγη ανάρρωση
στις κιτρινιάρικες παρειές
μιας μέσα βουβαμάρας.

Σπάνια να ψωνίσω. Γιατί εκεί σου λένε διάλεξε.
Eίναι ευκολία αυτή ή πρόβλημα; Διαλέγεις και μετά
πώς το σηκώνεις το βάρος το ασήκωτο
που έχει η εκλογή σου.
Eνώ εκείνο το έτυχε τι πούπουλο. Στην αρχή.
Γιατί μετά σε γονατίζουν οι συνέπειες.
Aσήκωτες κι αυτές. Kατά βάθος είναι σαν να διάλεξες.

Tο πολύ ν' αγοράσω λίγο χώμα. Όχι για λουλούδια.
Για εξοικείωση.
Eκεί δεν έχει διάλεξε. Eκεί με κλειστά τα μάτια.

Πέμπτη 27 Μαρτίου 2008

Γελοίοι έρωτες

μ' αυτόν τον τίτλο πρωτοκυκλοφόρησε στα ελληνικά το έργο αυτό του Μίλαν Κούντερα. Είναι από τις εκδόσεις "οδυσσέας" κι εγώ το έχω στα χέρια μου από το 1985. Ο Κούντερα είναι από παλιά ένας από τους πιο αγαπημένους μου συγγραφείς, κάποτε τον διάβαζα μετά μανίας... "το αστείο", "το βαλς του αποχαιρετισμού", "η ζωή είναι αλλού", "οι γελοίοι έρωτες", είναι τα πρώτα που διάβασα. Μετά έγινε τελείως διάσημος με την "αβάσταχτη ελαφρότητα του είναι" που είναι ένα βιβλίο που λατρεύω.

Τώρα με τη Λέσχη Ανάγνωσης μου δόθηκε η ευκαιρία να ξαναδιαβάσω τους "γελοίους έρωτες".





Τα άλλα μέλη το διάβασαν από την επανέκδοση με τον τίτλο "Κωμικοί έρωτες" από τις εκδόσεις "Εστία". Το γεγονός ότι προτιμώ την παλιά έκδοση υποθέτω ότι οφείλεται σε νοσταλγία, πάντως το εξώφυλλο της ήταν αντικειμενικά, νομίζω, ωραιότερο, ε;


Όπως και νάχει χάρηκα που ήρθα εκ νέου σε επαφή με τον τρόπο γραφής του Κούντερα και το οξύ του πνεύμα. Θέλω να δώσω κάποια αποσπάσματα του βιβλίου που μου άρεσαν, έτσι ενδεικτικά. Είναι από το πρώτο διήγημα, το Κανείς δεν θα γελάσει.
"... Η Κλάρα φοβήθηκε κι άρχισε να λέει ότι εγώ ήμουν υπεύθυνος. Έδιωξα τους φόβους της με μια κίνηση του χεριού μου και δήλωσα ότι το νόημα της ζωής, είναι ακριβώς να γελάς με τη ζωή, κι ότι αν η ζωή είναι απρόθυμη για το σκοπό αυτό θα πρέπει να τη βοηθήσουμε κι εμείς λίγο. Ο άνθρωπος πρέπει να ετοιμάζει συνεχώς νέες περιπέτειες, ατρόμητες έφιππες επελάσεις χωρίς τις οποίες θα σερνόταν στη σκόνη όπως ένας κουρασμένος πεζικάριος. "
"... το αδιέξοδο είναι το πεδίο των καλύτερών μου εμπνεύσεων."
"Κι έπειτα; Σου ταιριάζει να παριστάνεις τον υπερασπιστή της αλήθειας! Μήπως δεν ήταν ψέμα όταν έγραψες σ' αυτό το ανθρωπάκι ότι η γνώμη σου δεν έχει κανένα βάρος στη Vytvarna Myslenka; Μήπως δεν είπες ψέματα όταν τον κατηγόρησες ότι δεν μου συμπεριφέρθηκε καθώσπρέπει; Μήπως δεν είπες ψέματα όταν μίλησες γι' αυτή την Ελένη; Αφού λοιπόν είπες τόσα ψέματα, τι σε πειράζει να πεις ψέματα άλλη μια φορά και να γράψεις ένα ευνοϊκό σχόλιο για το άρθρο του; Είναι ο μόνος τρόπος να διευθετηθούν αμέσως όλα.
-Κλάρα, είπα, κάνεις λάθος αν νομίζεις ότι όλα τα ψέματα είναι ίδια. Βέβαια μοιάζει να έχεις δίκιο, αλλά στην πραγματικότητα έχεις άδικο. Μπορώ να εφευρίσκω οτιδήποτε, να κοροϊδεύω τους άλλους, να κάνω πλάκες, να κάνω φάρσες, δεν νομίζω όμως ότι είμαι ψεύτης και δεν το έχω βάρος στη συνείδησή μου. Τα ψέματα αυτά, αν θες τα ονομάζουμε ψέματα, είναι ο εαυτός μου όπως πραγματικά είναι. Με τα ψέματα αυτά δεν κρύβω τίποτε,στην πραγματικότητα, με τα ψέματα αυτά λέω την αλήθεια. Υπάρχουν όμως πράγματα για τα οποία δεν μπορώ να πω ψέματα. Υπάρχουν πράγματα που γνωρίζω βαθιά, που έχω καταλάβει το νόημά τους, που αγαπώ και που παίρνω στα σοβαρά. Και δεν αστειεύομαι με τα πράγματα αυτά. Αν έλεγα ψέματα γι' αυτά, θα μείωνα τον εαυτό μου, και δεν μπορώ, μη μου το ζητάς, δε θα το κάνω.
Δεν καταλάβαμε ο ένας τον άλλον."

Σάββατο 22 Μαρτίου 2008

Το χαμόγελο της ορχιδέας


της Σταυρούλας Στεφάνου


Εκδόσεις: Διόπτρα





"Η μαγεία της Ανατολής και μια σειρά (τυχαίων;) συναντήσεων θα γίνουν οι καταλύτες που θα αλλάξουν για πάντα τις ζωές της Ελένης, μιας πρόωρα γερασμένης από τη ζωή του περιθωρίου κοπέλας, και της Λένγκως, ώριμης δημοσιογράφου που φοβάται να ανοίξει ξανά την καρδιά της και να αφεθεί στις αισθήσεις της.Δύο διαφορετικές γυναίκες, δύο διαφορετικοί κόσμοι που συναντιούνται και αφήνονται να παρασυρθούν, όπως και ο αναγνώστης, σ έναν ποταμό πρωτόγνωρων και συναρπαστικών αισθήσεων. Οι εικόνες, οι γεύσεις και τα αρώματα της Ανατολής θα φέρουν τελικά το χαμόγελο και τη λύτρωση στις καρδιές των δυο ηρωίδων.Το Χαμόγελο της Ορχιδέας αιχμαλωτίζει τον αναγνώστη μέσα στις δυνατές εικόνες του από τον ωμό ρεαλισμό στη μαγεία και τον αισθησιασμό, από το μηδενισμό του περιθωρίου στην απόλυτη ένωση με το Θείο, οι αποκαλύψεις διαδέχονται η μία την άλλη για να καταλήξουν στη λύτρωση."



Αυτό ήταν το βιβλίο που ενθουσίασε το θείο μας το Μήτσο και φαγώθηκε να το διαβάσουμε στη Λέσχη. Να πω την αλήθεια, εγώ το έκανα από καθήκον. Εντάξει, διαβαζότανε, αλλά δε θα το επέλεγα από μόνη μου. Παρατήρησα ωστόσο πως άρεσε σε αρκετά μέλη της Λέσχης μας και μας κινητοποίησε ώστε να συζητήσουμε πολύ για το θέμα των ναρκωτικών.

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2008

Η μάνα και το νόημα της ζωής


Προς το παρόν, είναι το αγαπημένο μου βιβλίο από αυτά που διαβάσαμε στην λέσχη. Το δεύτερο βιβλίο αφηγημάτων του Irvin Yalom. Είναι τόσο καλός σε αυτό που θέλει να προσφέρει μέσα από τα βιβλία του! Δεν μπορώ να αντισταθώ στο να μεταφέρω δύο αποσπάσματα από τα τόσα που ξεχώρισα. Θα τα παραθέσω αντί της περιγραφής που υπάρχει στο οπισθόφυλλο.


..............

«Η μάνα είναι μάνα. Μόνο μία την έχουμε. Να σου πω, βέβαια, γιατρέ, η μάνα μου δε με φρόντισε και πολύ – το αντίθετο έγινε -, ενενήντα χρονών ήτανε όταν πέθανε. Όχι, δεν είχε να κάνει καθόλου μ’ αυτό – το θέμα ήταν ότι απλώς υπήρχε. Δεν ξέρω... νομίζω ότι αντιπροσώπευε κάτι, κάτι που το ‘χα ανάγκη. Καταλαβαίνεις τι θέλω να πω;»

«Καταλαβαίνω ακριβώς τι θέλεις να πεις, Μαγνόλια. Πραγματικά καταλαβαίνω».

«Μπορεί να μην είναι δική μου δουλειά να το πω, γιατρέ, αλλά μου φαίνεται ότι είσαι κι εσύ σαν κι εμένα – σου λείπει κι εσένα η μανούλα σου. Κι οι γιατροί έχουν ανάγκη τις μανούλες τους, όπως κι οι μανούλες έχουν ανάγκη τις μανούλες τους».

..................

Απο το 3ο διήγημα του βιβλίου: Southern Comfort



..............

Την κοιτάζω. Μοιάζει γύρω στα πενήντα ή εξήντα, είναι δυνατή και γεροδεμένη, και κουβαλάει μια ξέχειλη κεντητή τσάντα για ψώνια με ξύλινες λαβές, χωρίς να καταβάλλει καμία προσπάθεια. Είναι άσχημη αλλά δεν το ξέρει και περπατάει με το σαγόνι ψηλά σαν να ‘ταν όμορφη. Παρατηρώ το γνώριμο περίσσευμα σάρκας που κρέμεται απ’ το μπράτσο της και τις κάλτσες της που είναι τραβηγμένες και δεμένες ακριβώς πάνω από το γόνατο. Μου δίνει ένα μεγάλο υγρό φιλί. Εγώ υποκρίνομαι ότι νιώθω τρυφερότητα.

«Καλά τα πήγες. Ποιος θα μπορούσε να ζητήσει περισσότερα; Έγραψες τόσα βιβλία. Μ’ έκανες περήφανη. Μακάρι να ζούσε ο πατέρας σου να σε δει».

«Τι εννοείς καλά τα πήγα, Μάνα; Πώς το ξέρεις; Δεν μπορείς να διαβάσεις αυτά που έχω γράψει – θέλω να πω, δεν βλέπεις».

«Εγώ ξέρω. Κοίτα τι ωραία βιβλία». Ανοίγει την τσάντα της, βγάζει δυο βιβλία μου κι αρχίζει να τα χαϊδολογάει τρυφερά. «Μεγάλα βιβλία, όμορφα».

Μ’εκνευρίζει που πιάνει τα βιβλία μου. «Σημασία έχει αυτό που έχουν μέσα τα βιβλία, Μάνα. Μπορεί να γράφουν σκέτες ανοησίες».

«Όιβιν, μη λες närrischkeit – σαχλαμάρες. Ειν’ ωραία βιβλία!»

«Μα να τα κουβαλάς συνέχεια μέσα σ’ αυτή την τσάντα, Μάνα, ακόμα και στο λούνα – παρκ; Τα ‘χεις κάνει εικόνισμα. Δεν νομίζεις ότι - »

«Όλοι σε ξέρουν. Όλος ο κόσμος. Η κομμώτριά μου μου λέει ότι η κόρη της διδάσκεται τα βιβλία σου στο Πανεπιστήμιο».

«Η κομμώτριά σου; Τι είναι αυτό, το υπέρτατο κριτήριο;»

«Όλοι. Και το λέω κι εγώ σε όλους. Γιατί να μην το πω;»

«Μάνα, δεν έχεις τίποτα καλύτερο να κάνεις; Γιατί δεν περνάς τις Κυριακές σου με τους φίλους σου: τη Χάννα, την Γκέρτυ, τη Λιούμπα, την Ντόροθυ, τον Σαμ, τον αδελφό σου τον Σάιμον; Τι θέλεις τέλος πάντων εδώ στο Γκλεν Έκο;»

«Ντρέπεσαι που είμαι εδώ; Πάντα ντρεπόσουνα. Που αλλού να βρίσκομαι;»

«Θέλω μόνο να πω ότι έχουμε κι οι δυο μεγαλώσει. Έχω περάσει τα εξήντα. Ίσως να ήρθε πια ο καιρός να βλέπει ο καθένας μας τα δικά του όνειρα».

«Συνεχίζεις να ντρέπεσαι για μένα».

«Δεν είπα αυτό. Δεν με προσέχεις».

«Πάντα με θεωρούσες ανόητη. Πάντα νόμιζες πως δεν καταλαβαίνω γρυ».

«Δεν είπα αυτό. Έλεγα ότι δεν τα ξέρεις όλα. Φταίει ο τρόπος που – ο τρόπος σου που - »

«Ο τρόπος μου που; Για συνέχισε. Μιας κι άρχισες, πες το! Ξέρω τι θα πεις».

«Τί θα πω;»

«Όχι, Όιβιν, εσύ να το πεις. Αν σ’ το πω εγώ, θα τ’ αλλάξεις».

«Είναι που δεν μ’ ακούς. Είναι ο τρόπος που μιλάς για πράγματα για τα οποία δεν έχεις ιδέα».

«Δεν σ’ ακούω; Εγώ δεν ακούω εσένα; Για πες μου, Όιβιν, εσύ μ’ ακούς εμένα; Ξέρεις τίποτα για μένα;»

«Έχεις δίκιο, Μάνα. Κανένας μας δεν ήταν καλός σ’ αυτό, στο ν’ ακούει τον άλλον».

«Εγώ ήμουνα, Όιβιν, εγώ σ’ άκουγα πολύ καλά. Άκουγα τη σιωπή κάθε βράδυ, όταν γύριζα απ’ το μαγαζί, κι εσύ δεν έκανες ούτε τον κόπο ν’ ανέβεις απ’ το δωμάτιο όπου μελετούσες. Δεν με χαιρέταγες καν. Δεν με ρώταγες αν ήτανε δύσκολη η μέρα μου. Πως να σ’ ακούσω, όταν δεν μου μίλαγες;»

«Κάτι με σταματούσε. Αναμεσά μας υψωνόταν ολόκληρος τοίχος».

«Τοίχος; Ωραίο πράγμα να λες στη μητέρα σου. Τοίχος. Εγώ τον έχτισα;»

«Δεν είπα αυτό. Είπα μόνο ότι υπήρχε ένας τοίχος. Το ξέρω ότι εγώ απομακρύνθηκα από σένα. Γιατί; Που να θυμάμαι; Έχουν περάσει πενήντα χρόνια, Μάνα, ό,τι μου ‘λεγες πάντως εγώ το ‘νιωθα σαν κάποιου είδους επίπληξη».

«Vos’h? Επίκληξη;»

«Εννοώ κριτική. Έπρεπε να κρατηθώ μακριά απ’ την κριτική σου. Εκείνα τα χρόνια ένιωθα από μόνος μου άσχημα για τον εαυτό μου, δεν χρειαζόμουνα κι άλλη κριτική».

«Για ποιο πράγμα ένιωθες άσχημα; Τόσα χρόνια δουλεύαμε ο Μπαμπάς σου κι εγώ στο μαγαζί, για να μπορέσεις εσύ να σπουδάσεις. Μέχρι τις δώδεκα τη νύχτα. Και πόσες φορές μ’ έπαιρνες τηλέφωνο να σου φέρω κάτι γυρνώντας; Μολύβια ή χαρτί. Θυμάσαι τον Αλ που δούλευε στην κάβα; Εκείνον που του χαρακώσανε το πρόσωπο σε μια ληστεία;»

«Πως δεν τον θυμάμαι τον Αλ, Μάνα. Η μύτη του είχε μια ουλή από τη μια άκρη ως την άλλη».

«Λοιπόν ο Αλ σήκωνε το τηλέφωνο και φώναζε απ’ το βάθος του μαγαζιού του: “Ο βασιλιάς! Ο βασιλιάς στο τηλέφωνο! Άσ’ τον μια φορά τον βασιλιά να πάει ν’ αγοράσει μόνος του τα μολύβια του. Καλό θα του κάνει να περπατήσει και λίγο”. Ο Αλ σε ζήλευε. Οι δικοί του γονείς δεν του χάριζαν τίποτα. Εγώ ποτέ δεν έδινα σημασία σε όσα έλεγε. Αλλά είχε δίκιο. Σου φερόμουνα σα να ‘σουν βασιλιάς. Όποτε τηλεφωνούσες, μέρα ή νύχτα, άφηνα τον Μπαμπά σου με το μαγαζί γεμάτο πελάτες κι έτρεχα στο ψιλικατζίδικο του Μενς, στο άλλο τετράγωνο. Χρειαζόσουνα γραμματόσημα. Και τετράδια, και μελάνι. Κι έπειτα στυλό. Όλα τα ρούχα σου ήτανε λεκιασμένα με μελάνι. Σαν να ‘σουνα βασιλιάς. Καμιά κριτική».

«Μάνα, τώρα συζητάμε, κι αυτό είναι καλό. Ας μην αρχίσουμε να κατηγορούμε ο ένας τον άλλον. Ας προσπαθήσουμε να καταλάβουμε. Ας πούμε ότι εγώ ένιωθα σαν να μου έκανες κριτική. Το ξέρω ότι έλεγες καλά πράγματα για μένα στους άλλους. Περηφανευόσουνα για μένα. Εμένα όμως ποτέ δεν μου τα είπες. Καταπρόσωπο».

«Δεν ήταν και τόσο εύκολο να σου μιλήσω τότε, Όιβιν. Κι όχι μόνο εγώ, κανένας. Όλα τα ήξερες. Όλα τα διάβαζες. Ίσως και να σε φοβόντουσαν λιγο οι άνθρωποι. Ίσως κι εγώ ακόμα να σε φοβόμουνα. Ver veysh? Ποιος ξέρει; Θα σου πω κάτι, όμως, Όιβιν, εγώ περνούσα χειρότερα από σένα. Πρώτα απ’ όλα, ούτε εσύ μου έλεγες καμιά καλή κουβέντα. Εγώ έκανα το νοικοκυριό, σου μαγείρευα. Είκοσι χρόνια έτρωγες το φαΐ που σου ‘φτιαχνα. Και το ξέρω πως σ’ άρεσε. Αλλά ποτέ δεν μου το’ πες. Ούτε μια φορά στη ζωή σου. Ε; Το ‘πες καμιά φορά;»

Ντρέπομαι, σκύβω το κεφάλι, τι άλλο να κάνω.

«Έπειτα, εγώ ήξερα ότι δεν έλεγες ούτε μια καλή κουβέντα από πίσω μου – τουλάχιστον εσύ αυτό το είχες, Όιβιν, εσύ ήξερες ότι πίσω από την πλάτη σου εγώ καμάρωνα για σένα μπροστά στους άλλους. Εγώ όμως ήξερα ότι εσύ ντρεπόσουνα για μένα. Ντρεπόσουνα κανονικά – κι μπροστά μου και πίσω μου. Ντρεπόσουνα για τ’ αγγλικά μου, για την προφορά μου. Για όλ’ αυτά που δεν ήξερα. Και για τα λάθη που έκανα. Άκουγα πως με κοροϊδεύατε εσύ κι οι φίλοι σου – η Τζούλυ, ο Σέλλυ, ο Τζέρρυ. Όλα τ’ άκουγα. Τί νόμιζες;»

Έσκυψα ακόμα πιο χαμηλά το κεφάλι. «Ποτέ δεν σου ξέφευγε τίποτα, Μάνα».

....................

Απο το 1º διήγημα του βιβλίου: Η μάνα και το νόημα της ζωής



Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2008

Ο Παίκτης





Το τρίτο βιβλίο που διαβάσαμε ήταν " Ο Παίκτης" του Ντοστογιέφσκυ. Το δικό μας βιβλίο είναι παλιό και το φυλάμε σαν τα μάτια μας!
"Ένα από τα βίτσια του Ντοστογιέβσκι δίνει μια μορφή συμβολική, χειροπιαστή, σ' ό,τι είναι η ίδια η ουσία του Είναι του: η αρρωστιάρικη μανία για τα τυχερά παιχνίδια. Από μικρό παιδί έχει το πάθος των χαρτιών -αλλά μόνο στην Ευρώπη ανακαλύπτει το διαβολικό καθρέφτη της νευρικότητάς του: το Κόκκινο και το Μαύρο, τη ρουλέτα, αυτό το τόσο επικίνδυνο παιχνίδι μεσ' στον πρωτόγονο δυϊσμό του. Η πράσινη τσόχα του Μπάντεν, η ρουλέτα του Μόντε-Κάρλο είναι οι εντονότερες εκστάσεις του στην Ευρώπη: τον υπνωτίζουν πιο πολύ απ' τη Μαντόνα της Σιξτίνα, απ' τ' αγάλματα του Μιχαήλ Αγγέλου, απ' τα μεσημβρινά τοπία, απ' την τέχνη και τον πολιτισμό ολόκληρου του κόσμου. Επειδή εκεί βρίσκει την ένταση, την τελεσίδικη απόφαση: μαύρο ή κόκκινο, μονά ή ζυγά, ευτυχία ή εκμηδένιση, χασούρα ή κέρδος -συμπυκνωμένα στα δευτερόλεπτα εκείνα που η ρόδα γυρίζει: η ένταση συγκεντρωμένη μεσ' σ' αυτή την αστραπή του πόνου ή της απόλαυσης, όπως τη λαχταράει η ιδιοσυγκρασία του."
Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Η συζήτηση ήταν ενδιαφέρουσα, ήταν σχετική με το τι είναι ευτυχία και με το αν πρέπει να κάνεις τα πάντα για να την αποκτήσεις.
Εγώ βρήκα το βιβλίο εξαιρετικό, πρώτη φορά μπήκα στη θέση του να υπερασπιστώ έναν τζογαδόρο...

Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2008

"Ευχάριστα έντονη" ατμόσφαιρα

Ναι, ήταν τελικά πολύ ωραία η συνάντηση για το "Σουέλ". Δεν θα τη ξεχάσω. Και εγώ προσωπικά, όχι τόσο λόγω του βιβλίου, όσο της ατμόσφαιρας που δημιουργήθηκε με αφορμή αυτό. Η αντιπαράθεση οδήγησε στην πιο "ευχάριστα έντονη" ατμόσφαιρα. Και μεγαλύτερη συγκίνηση ένιωσα εκείνη την ημέρα, παρά όταν διάβαζα το βιβλίο. Θυμάμαι που περίμενα να πάρω το λόγο για να μιλήσω και όταν μου τον έδιναν έλεγα: "αργότερα, αργότερα".

Όταν τελικά ήρθε η σειρά μου, μετά βίας κατάφερα να πω το εξής:

"Εγώ θέλω απλά να πω ότι είμαι πολύ χαρούμενη που δημιουργήθηκε αυτή η λέσχη και που είμαστε τώρα όλοι μαζί εδώ και συζητάμε έτσι. "
...και δεν κατάφερα να πω τίποτα άλλο από τη συγκίνηση!

Σουέλ




"- Ό,τι κι αν είναι αυτό, πες μου τι συμβαίνει.- Το σουέλ μου 'βαλε μπελά στο μυαλό.- Ποιος είναι ο πραγματικός λόγος που δε γυρίζεις;- Η θάλασσα δεν με επιστρέφει.- Τι γυρεύεις τώρα πια;- Δεν έχω θέληση για στεριά.Δώδεκα χρόνια μακριά από την οικογένειά του. Μακριά από τη στεριά, από τα αγαπημένα αλλά και λησμονημένα του πρόσωπα. Σπίτι του είναι πλέον το ATHOS III. O τόπος όπου αναμετριέται με τις μνήμες του. Το καταφύγιο όπου διαφυλάσσει ερμητικά κλεισμένα τα μυστικά του. Το μόνο μέρος απ' το οποίο μπορεί και παρακολουθεί -όπως εκείνος θέλει- τη σιωπηλή πορεία του να χαράσσεται ερήμην του· τη μοναξιά του συντροφιά με το σουέλ: το βουβό κυματισμό του ωκεανού."
από το οπισθόφυλλο του βιβλίου
Αυτό είναι το δεύτερο βιβλίο που διαβάσαμε. Το πρότεινα εγώ, γιατί ούτως ή άλλως θα το διάβαζα, είμαι φανατική αναγνώστρια της Καρυστιάνη, έχω ρίξει πολύ βουβό κλάμα με "Μικρά Αγγλία" και "Κοστούμι στο χώμα"...
Η συνάντησή μας ήταν πολύ ενδιαφέρουσα. Χωριστήκαμε στα δυο. Αυτοί που δεν τους άρεσε καθόλου το βιβλίο, κι αυτοί που το λάτρεψαν. Ενδιάμεση τοποθετηση δεν υπήρχε! Η συζήτησή μας κράτησε δύο ώρες και βάλε και ασχοληθήκαμε με πολλά, με την πλοκή, με το ποιος ήρωας μας άρεσε και γιατί, με το ποιο τέλος θα δίναμε εμείς στην ιστορία κ.λ.π.
Εμένα μου άρεσε πάρα πολύ. Ίσως επειδή είμαι πολύ άνθρωπος του μέτρου, γοητεύομαι από χαρακτήρες που δεν ξέρουν τι θα πει μέτρο, π.χ. Μήτσος Αυγουστής, Λίτσα. Τραγικά πρόσωπα.
Ένας όμως χαρακτήρας είναι αυτός που με συγκίνησε πάνω απ' όλα. Αυτό το παιδί που περπατούσε με τα χέρια κάτω και τα πόδια πάνω, "Ο υιός Αυγουστής, που από τα δεκαπέντε ως τα δεκαεφτά του δέκα φορές είχε αγοράσει το Σταυρό του Νότου από λατρεία για τον Παπακωνσταντίνου και δέκα φορές τον είχε σπάσει από μίσος για τον πατέρα του,..."
Μου θύμισε μια ανάλογη περίπτωση, το Μοσκώβ Σελήμ του Βιζυηνού.

Κυριακή 3 Φεβρουαρίου 2008

Σιντάρτα





Το βιβλίο του Χέρμαν Έσσε "Σιντάρτα" ήταν το πρώτο που διαβάσαμε. Κάποιοι από την ομάδα μας το είχαμε ήδη διαβάσει από παλιά κι έτσι μας δόθηκε η ευκαιρία να το θυμηθούμε πάλι. Είναι ένα υπέροχο βιβλίο, από αυτά που τα ξεχωρίζεις γιατί σου μαθαίνουν αλήθειες για τη ζωή. Από το οπισθόφυλλο του βιβλίου:

"Το Σιντάρτα είναι από τα βασικά μυθιστορηματικά τεκμήρια της σύγχρονης εποχής. Καταγραφή της πορείας ενός ανθρώπου που ψάχνει να βρει τον εαυτό του και τη βαθύτερη αλήθεια της ζωής, γραμμένη με βιβλική σχεδόν απλότητα και ομορφιά, που καταλήγει σ' έναν παθιασμένο ύμνο της ατομικότητας και της πνευματικής ανεξαρτησίας. Δεν είναι περίεργο που το βιβλίο τούτο, απαλλαγμένο από τις βαριές, αποπνικτικές αναθυμιάσεις της εποχής των ορθοδόξων και των δογμάτων, έγινε κάτι σαν ευαγγέλιο για τις γενιές του ποπ και του ροκ, για τις γενιές της σύγχρονης μαρκουζικής μεταμαρξιστικής αμφισβήτησης. Μέσα στις λιγοστές σελίδες του Σιντάρτα, οι νέοι βρήκαν την πίστη, αποκαλυπτική αντανάκλαση του κόσμου που αγωνίζονται να δημιουργήσουν: ενός κόσμου όπου η πείρα και η γνώση κατακτούνται και δε χαρίζονται, όπου ο έρωτας είναι μαθητεία, γνωστική περιπέτεια κι όχι φτηνός συναισθηματισμός, ενός κόσμου, τέλος, όπου η ζωή προχωρεί προς το αύριο, χωρίς να δεσμεύεται από την πίστη και τις φιλοδοξίες κανενός χθες. Είναι αμφίβολο αν υπάρχει στη σύγχρονη λογοτεχνία άλλο βιβλίο τόσο αποκαλυπτικό , τόσο πολύτιμο για τους νέους του καιρού μας... για όσους θέλουν να είναι νέοι."

Στη Λέσχη μας κάναμε μια πολύ ωραία συζήτηση με αφορμή την ανάγνωση του " Σιντάρτα ", άλλοτε συμφωνώντας, άλλοτε διαφωνώντας. Αυτό που πολύ μου άρεσε ήταν η συμμετοχή των νέων σε ηλικία μελών. Πάρα πολυ μου άρεσε που είχαν άποψη και την τεκμηρίωναν με πολύ αποτελεσματικό τρόπο και έκαναν διεισδυτικότατες παρατηρήσεις.

Παρασκευή 1 Φεβρουαρίου 2008

για τη Λέσχη μας

Ο καιρός περνάει γρήγορα. Το συνειδητοποίησα για άλλη μια φορά σήμερα με αφορμή τη δημιουργία αυτού του ιστολογίου, θέλοντας να πω λίγα λόγια για τη Λέσχη Ανάγνωσης του χωριού μου. Πότε έγινε; Χμ, να που πέρασε κιόλας ένας χρόνος! Η πρώτη μας συνάντηση έγινε το Φεβρουάριο του 2007, μια μέρα που έκανε πολύ κρύο και η σόμπα στην αίθουσα του Μορφωτικού μας Συλλόγου δεν τα κατάφερνε να μας ζεστάνει. Ήταν όμως μεγάλη η ανάγκη μας για επικοινωνία άλλου είδους που το αποφασίσαμε, παρόλες τις αντίξοες συνθήκες, παρόλη την αποθάρρυνση από πολλούς, που θα βρούμε στο χωριό κόσμο να διαβάζει, θα μας κοροϊδεύουν κ.τ.λ.
Και όμως έγινε η Λέσχη και υπάρχει ακόμη και θα υπάρχει γιατί τη θέλουμε και γιατί οι συζητήσεις μας εκεί δίνουν χρώμα στη ζωή μας βγάζοντάς μας από τα τετριμμένα και ανοίγοντάς μας πνευματικούς ορίζοντες.
Στο επόμενό μου ποστ θα αναφερθώ στα βιβλία που διαβάσαμε...